Α'

205 10 1
                                    

Για μεγάλο χρονικό διάστημα πίστευα ότι όλα άρχισαν τη μέρα που πέθανε η μητέρα μου, πριν από τέσσερα- πέντε χρόνια. Ίσως να άρχισαν λίγο αργότερα, όταν γνώρισα την Ρένα και στη συνέχεια το Στέφανο. Ίσως να είχαν όλα αρχίσει πολύ νωρίτερα, πριν ακόμα η μητέρα μου νοσηλευτεί. Έμεινε αρκετό καιρό στο νοσοκομείο και δυστυχώς -ή ευτυχώς, όπως το βλέπει κανείς- είχε αρκετό χρόνο με τη γνώση της κατάληξής της. Μία από εκείνες τις μέρες, λοιπόν,που ο χρόνος μου ήταν μοιρασμένος στη δουλειά και στους κρύους τοίχους του νοσοκομείου, ένας γιατρός με πλησίασε και μου ανακοίνωσε πως "δυστυχώς η μητέρα μου δεν άντεξε αυτή την κρίση"και φυσικά πως "λυπόταν πολύ".

Ανακαλώ σχεδόν κάθε βράδυ εκείνες τις στιγμές. Θυμάμαι πως για λίγα λεπτά δεν μπορούσα να το πιστέψω. Η μητέρα μου. Η μαμά μου. Πέθανε. Την έχασα. Ήμουν είκοσι οχτώ χρονών και ακόμα έμενα μαζί της. Όλη μου τη ζωή την είχα περάσει έχοντας τη στο διπλανό δωμάτιο, στο ίδιο δωμάτιο. Να με φροντίζει, να με προσέχει. Να σκέφτεται εμένα πριν από τον εαυτό της. Η μαμάκα   μου. Τι θα κάνω στη ζωή μου; πως θα συνεχίσω; Πάντα ήταν εκεί όταν γύριζα από το σχολείο, από το πανεπιστήμιο, από τη δουλειά... ήταν πάντα εκεί να με περιμένει... να περιμένει...

Στεκόμουν και κοιτούσα τον γιατρό που κάτι μου έλεγε. Νομίζω κάτι σχετικό για τα χαρτιά που έπρεπε να υπογράψω και τις απαραίτητες διαδικασίες και αν είχα κάποιον να με βοηθήσει. Δεν είχα κανέναν. Μόνο κάτι φίλες, στις οποίες δεν ήθελα να γίνομαι βάρος για ακόμα μια φορά. Γιαγιάδες,παππούδες δε ζούσαν και οι λοιποί συγγενείς δεν ήθελαν και πολλά πολλά με τη μάνα μου, οπότε με έπαιρνε κι εμένα η μπάλα. ήμουν πολύ μικρή όταν πέθανε ο πατέρας μου. Έτσι, δεν είχε την τιμή να επηρεάσει τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μου. Τουλάχιστον όχι άμεσα. Ίσα που τον θυμάμαι ή πάλι μπορεί ένα παιδικό μυαλό να φτιάχνει αναμνήσεις με πρόσωπα που ήξερε μέσα από φωτογραφίες, απλά και μόνο για να ανακουφιστεί, να ηρεμήσει λίγο ανάμεσα σε δυο ξεσπάσματα κάποιου πιο δυνατού, τον οποίο δεν έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει. 

Ο γιατρός μιλούσε κι εγώ ήμουν ξανά πέντε χρονών ή δεκαεννιά. Δεν είχε τόσο μεγάλη διαφορά. Ο γιατρός μιλούσε κι εγώ σκεφτόμουν ξανά και ξανά "τελείωσε".

Τις μέρες που ακολούθησαν έτρεχα να τακτοποιήσω τόσες εκκρεμότητες, που δεν προλάβαινα να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί. Η μητέρα μου είχε αφήσει εντολές, οι οποίες, πείτε το σεβασμό στον εκλιπόντα, συνήθεια, φόβο, όπως θέλετε, έπρεπε να εκτελεστούν. Για παράδειγμα, ήθελε να αποτεφρωθεί και όχι να ταφεί. 

Η πορσελάνινη γάτα {TYS17}Where stories live. Discover now