Κεφάλαιο 1

2.2K 182 7
                                    


Κρήτη, 961 μ.Χ.

Το χέρι της Αλιμά σήκωσε το βαρύ αντικείμενο που είχε ξεβράσει η θάλασσα και το περιεργάστηκε. Δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της τέτοιο όπλο, αλλά δυστυχώς γνώριζε πολύ καλά περί τίνος επρόκειτο. Είχε ακούσει για τη δύναμη που απαιτούνταν, για να το χειριστεί ο πολεμιστής και για το μοιραίο χτύπημα που μπορούσε να καταφέρει. Ανατριχιάζοντας πέρασε το δάχτυλό της πάνω στο μέταλλο, ακολουθώντας τα λεπτά σκαλίσματα, που απεικόνιζαν ένα φίδι.

«Κυρά! Εδώ έχει ένα σπαθί!... Και μια ασπίδα!», η Χανάν της έκανε νόημα να πάει κοντά της. «Δε μου αρέσει αυτό, κυρά! Δεν μου αρέσει καθόλου», πρόσθεσε η γυναίκα ανήσυχη.

Είχε κάθε δίκιο να κυριεύεται από ανησυχία. Οι μάχες μαίνονταν εδώ και μήνες για την κατάληψη του Χαλιφάτου της Κρήτης από τους Βυζαντινούς, αλλά όχι στην περιοχή τους. Η Αλιμά κοίταξε ξανά το όπλο σκεπτική∙ μετά τα μάτια της περιεργάστηκαν την ασπίδα και το σπαθί.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Χανάν βλέποντας το βαρύ όπλο στο χέρι της κοπέλας.

«Πέλεκυς», είπε η Αλιμά, «και έχω την αίσθηση ότι και αυτό το σπαθί και η ασπίδα ανήκουν στο ίδιο άτομο».

Ήταν απίστευτο, αλλά αυτά τα όπλα ανήκαν αναμφίβολα σε κάποιον της Βαράγγειας φρουράς. Άνδρες του Βορά, που αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του Αυτοκράτορα. Η Αλιμά πήρε μια βαθιά ανάσα. Η διαπίστωση ότι κρατούσε στο χέρι της τον πέλεκυ ενός Βαράγγου έκανε την καρδιά της να σκιρτήσει. Είχε διαβάσει και είχε ακούσει για την αφοσίωσή τους και για το φόβο που είχαν οι Άραβες γι' αυτούς. Επρόκειτο σχεδόν για μυθοποιημένα πλάσματα, μοναδικής ρώμης και σωματικού κάλλους, που ρίχνονταν με μένος στη μάχη και σκορπούσαν παντού το θάνατο πέφτοντας μερικές φορές σε ένα είδος αιμοβόρας έκστασης.

«Η φρουρά του Αυτοκράτορα», ψιθύρισε στον εαυτό της με ανάμεικτα συναισθήματα.

«Αλάχ! Τί να σημαίνει άραγε αυτό; Είμαστε ασφαλείς;» ρώτησε η Χανάν στα όρια της υστερίας.

Η Αλιμά κοίταξε τριγύρω και γέλασε δυνατά, περισσότερο για να καθησυχάσει τον εαυτό της.

«Ζούμε σε τόσο απομακρυσμένη περιοχή, που ούτε κοράκι δε θα μας καταδεχόταν», απάντησε με τη βαθιά φωνή της στην τροφό η κοπέλα.

«Λες να έρθουν στρατεύματα να κατακτήσουν το μικρό κόλπο μας; Να κατασχέσουν το νερόμυλο και το γαϊδουράκι μας;»»

Στη σκιά του ΚαθήκοντοςOnde histórias criam vida. Descubra agora