00.00

504 43 5
                                    

Λονδινο 2/3/1965 21:48μ.μ.

Ο συνηθισμένος, χαρακτηριστικός ήχος του κασετοφωνου ταξίδευε αναμεσα απο τους κλειστούς, ασπρους τοίχους του κομψού δωματίου. Ηταν επενδυμένη ολοκληρη η επιφάνεια του με ξύλο της καλύτερης ποιότητας, καθώς τα έπιπλα και η ατμόσφαιρα σου έδιναν απο την αρχη την εντύπωση οτι ανήκει σε ενα πανέμορφο, αριστοκρατικό σπίτι. Πινακες στόλιζαν κάθε σπιθαμή του, καλό ζωγραφισμένοι πινακες, πινακες γεμάτοι σημασία και τέχνη. Τα χρωματα τους ζωντανά, χαρουμενα, δήλωναν ακριβως την προσωπικότητα του δημιουργικού αυτου ζωγράφου. Δυναμικότητα, πλούτο και απέραντη ευτυχία, κάθε πορτρέτο έκρυβε την δική του ξεχωριστή ιστορία, τη ιστορία αυτου του μοναδικού καλλιτέχνη.

Δυο πράσινα ματια, σαν απο παραμύθι, αρχισαν να περιπλανιουνται αδιάκοπα στον μεγαλο αυτο χωρο αναζητώντας για ιδέες. Δυο ζουμερα, κερασια χείλια, πιέζονταν μεταξύ τους σε μια ευθεία γραμμή καταβάλλοντας μια προσπαθεια να αντλήσουν έμπνευση, μα δεν γινόταν με τιποτα. Ακομα και για ενα τετοιο μυαλο, ενα μυαλό πολυταξιδεμένο, που είχε επισκεφθεί ακόμα και τις πιο απομακρυσμένες περιοχές..εκεί που ανθρώπου ποδι μπορεί να μην είχε ποτέ πατήσει, του ηταν εξαιρετικά δύσκολο να βρει το κατάλληλο αντικείμενο για να ζωγραφίσει. Ένας άνθρωπος με καλλιεργημένο πνευμα, με υθος, με παθος για την ασχολία του, ειχε ξεμείνει απο ιδέες, δεν έβρισκε τίποτα που να του κινεί με κάποιο τροπο το ενδιαφέρον.

Αυτός ο άνθρωπος, ονομαζόταν Harry Edward Anderson, ενας πλούσιος, νεαρός ζωγράφος που ακόμα και αν ζούσε σε μια εποχή δυσκολη για τα δεδομένα του, κατάφερε να δώσει πνοή μέσα απο τα έργα του. Όλοι τα χαρακτήριζαν ως πινελια χαράς, μέσα στο μουντό καιρό της πολης. Όλοι ήξεραν αυτον τον άντρα, αυτον τον άντρα με τα σγουρά κάστανα μαλλια και τα εκφραστικά πράσινα ματια.

Πολλές καρδιές φλεγονταν στην οψη του, ακόμα και αν ήξεραν οτι η δικιά του ανήκε αλλου. Οτι η βέρα στο δεξι του χερι ηταν κάτι που πραγματικα αγαπούσε και τον έκανε να ζει καθημερινά. Πέρα από τις δυσκολίες και τις αναποδιες, το στεφάνι του, η γυναικα του ηταν το πιο ζωντανο του χρωμα.

Ξάπλωσε το σωμα του πανω στην ξύλινη καρέκλα αγανακτισμένος, κοιτώντας το άσπρο κάδρο εμπρός του. Πέταξε το πινέλο στο πάτωμα, γεμίζοντας το με λίγη απο τη γαλάζια μπογιά του το είχε ποτίσει πριν. Μα γαλάζιο δεν χωράει μέσα στο συννεφιασμένο καιρό. Μέσα στους πινακες δεν έβαζε ποτε το χρωμα γκρι ή μαυρο γιατί δήλωναν απευθείας μια συννεφιασμένη ψυχή. Αυτός δεν ήθελε να το δείχνει αυτό. Ήθελε να δείχνει τη χαρά της καρδιάς του και προσπαθουσε να το επιτύχει με κάθε δυνατο τροπο.

1965 » HS (on hold)Where stories live. Discover now