Ή Ολιβ σηνεχισαι να μένει σκεπτική μέχρι που ή ώρα περάσει και ο Ορατιος εφηγαι .Κάποια στιγμοι μοιρησαι το νυχτο λουλούδι και κατάλαβε ότι ήταν ή ώρα να γυρίσει σπίτι.Ο ελάχιστος ήλιος που έβλεπα την black town ειχαι κιλας σβήσει με τα γρι σηνεφα καιρό φεγγάρι ειχαι ιδι αρχίσει ναφενεται .
Σε 5 λεπτά κατορθοσαι να φτάσει σπίτι γνωρίζοντας πόσο τρομακτική είναι ή πολύ της το βράδυ.
Καθώς περπατούσαν ενοιωθαι την έντονη εσθηση του βρεγμένο χώματος στα πόδια της καθώς ψιχαλιζαι κανένας δεν νιαστηκαι για εκείνη.Πως είναι ή τι κάνεις τόσες ώρες μόνη της στο δάσος.
Με την μυρωδιά του πεύκου να την ακολουθεί εφτασαι επιτέλους στο σπίτι της.
Χτυπισαι την βαριά σκουριασμένα πόρτα και ένα ταλαιπωρημένο χέρι της άνοιξε.Ηταν της μητέρας της.Κανεις δεν χερετησαι την Ολιβ.Απλος πηγαι στο γκρι απόμακρο δωμάτιο της που βρισκόταν στο τέλος του διαδρόμου με το που ξαπλωσαι στο κρεβάτι της την πειρε ένας γλυκός ύπνος.!!