Κεφάλαιο 2

1.6K 160 7
                                    

Κεφάλαιο 2

Η Ειρήνη κατέβασε την κουκούλα του μανδύα της, που τώρα κάλυπτε σχεδόν τα μάτια της. Το άλλο χέρι της παρέμενε σταθερά περασμένο κάτω από το μπράτσο της μητέρας της, η οποία ακολουθούσε μηχανικά κάθε της βήμα. Ο πατέρας της προχωρούσε μπροστά, ρωτώντας κάθε τόσο τους περαστικούς για τον δρόμο προς το σπίτι του εφόρου, ενώ πίσω τους ακολουθούσε ένα κάρο με όλα τα υπάρχοντά τους.

«Μια καινούργια αρχή! Έτσι, Αννούλα μου;» είχε πει ο πατέρας της αγκαλιάζοντας τη γυναίκα του, που από τότε που σκοτώθηκαν τα δυο αγόρια της, είχε χαθεί σε έναν δικό της κόσμο.

Αυτός ήταν κι ο λόγος που η καινούργια αρχή αποτελούσε τον μόνο τρόπο για να μην χάσει κι ο πατέρας της τα λογικά του. Έσφαξαν τους δυο νεαρούς άνδρες μπροστά στα μάτια του, χωρίς εκείνος να μπορέσει να αντιδράσει. Ο άρχοντας, στον οποίο ήταν υποτελείς, έδωσε διαταγή να τους πιάσουν και να τους σκοτώσουν. Πώς μπορούσε, ωστόσο, να βρει το δίκιο του σε έναν κόσμο όπου η ζωή των απλών χωρικών δεν άξιζε τίποτε; Κανείς δεν τους υπερασπίστηκε, κανείς δε ρώτησε το γιατί, κάτι που η Ειρήνη ήξερε εξαρχής ότι θα συνέβαινε. Το αίμα δεν ξεπλένεται εύκολα με άλλο αίμα, ακόμα κι αν υπήρχε κάποιος ικανός να εκδικηθεί για τη συμφορά που είχε χτυπήσει την πόρτα τους. Η Ειρήνη το γνώριζε κι αυτό καλά, κοιτάζοντας το άδειο βλέμμα της μητέρας της.

«Φτάσαμε!» αναφώνησε ο πατέρας μπροστά από την ξυλόγλυπτη πόρτα.

Ο Χάνδακας ήταν τελείως διαφορετικός από ό,τι είχε φανταστεί η Ειρήνη. Τα σπίτια διέθεταν περίτεχνους κήπους, η αρχιτεκτονική ήταν λεπτεπίλεπτη και όλοι οι δρόμοι στρωμένοι με πλάκες, για να διευκολύνουν την κυκλοφορία. Πού και πού τα μάτια της έπεφταν σε στρατιώτες και Βάραγγους που περπατούσαν δυο-δυο αστειευόμενοι, πειράζοντας τις γυναίκες που βρίσκονταν στο διάβα τους.

Η ξύλινη πόρτα άνοιξε και η Ειρήνη έσφιξε το χέρι της πιο πολύ γύρω από τον αγκώνα της μητέρας της. Διασχίζοντας έναν διάδρομο που οδηγούσε σε έναν εσωτερικό κήπο, κινήθηκαν προς τη μόνη ανοιχτή πόρτα που αντίκρισαν μπροστά τους. Βρέθηκαν σε μια μεγάλη αίθουσα, που όμοιά της δεν είχαν ξαναδεί. Οι τοίχοι ήταν στολισμένοι με ψηφιδωτά που αναπαριστούσαν λουλούδια και διάφορα ωδικά πτηνά, ενώ το φως που έπεφτε από τα αψιδωτά παράθυρα, αντανακλούσε πάνω στις χρυσές λεπτομέρειες των παραστάσεων.

«Πλησιάστε» τους παρότρυνε ένας μεσήλικας άνδρας που καθόταν πίσω από ένα μεγάλο, ξυλόγλυπτο τραπέζι. Δίπλα του στεκόταν ένας νεότερος άνδρας, με το ίδιο ζωντανό, καστανό χρώμα στα μαλλιά και στα μάτια του. Όλο το παρουσιαστικό του ήταν επιμελημένο -ίσως και όμορφο- αν δεν υπήρχε ένα αυτάρεσκο ύφος στο βλέμμα του.

Στη σκιά του πόθουDonde viven las historias. Descúbrelo ahora