Κεφάλαιο 3

1.6K 158 5
                                    

«Εδώ σε αφήνω... Όσο κι αν επιθυμώ να σε συνοδεύσω παραπέρα, ωραία δεσποσύνη μου, αδυνατώ!» Με θεατρικό τρόπο ο Θεόφιλος έσκυψε και φίλησε το χέρι της Ειρήνης, πριν εκείνη προλάβει να αντιδράσει.

Είχε εμφανιστεί πρωί-πρωί στο αγρόκτημα που τους είχε παραχωρηθεί και είχε επιμείνει να την οδηγήσει εκείνος στο σπίτι του διοικητή. Από τότε που έφτασαν στον Χάνδακα, ο Θεόφιλος τους επισκέπτονταν συχνά και ο πατέρας της την πείραζε για το ενδιαφέρον που έδειχνε ο νεαρός για εκείνη. Ο νεαρός ήταν όμως γιος του εφόρου, γεγονός που τη δυσαρεστούσε. Έτσι παραήταν σφιγμένη για να εκτιμήσει οποιαδήποτε κίνηση αβροφροσύνης και του φερόταν με μια συγκρατημένη ευγένεια, χωρίς να τον προσβάλλει, αλλά χωρίς να τον ενθαρρύνει κιόλας.

«Ειρήνη...» της είπε έτοιμος να απομακρυνθεί από κοντά της. «Θέλω να με θεωρείς φίλο σου, ακόμα και αδελφό σου. Όσους μας ενώνει η κοινή γλώσσα και η θρησκεία της αυτοκρατορίας, στεκό-μαστε σαν μια γροθιά σ' αυτόν τον τόπο. Εδώ δεν είσαι πια μόνη».

Ένα αχνό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της. Το ενδιαφέρον του ήταν συγκινητικό και το βλέμμα του καθαρό και αγνό, καθώς περνούσε από πάνω της. Θα μπορούσαν ίσως να γίνουν φίλοι. Η Ειρήνη ένιωσε ντροπή για την αρχική αρνητική της εκτίμηση, όταν τον είδε για πρώτη φορά δίπλα στον έφορο.

Πέρασε τις πρώτες πύλες και κινήθηκε προς τις σκάλες που οδηγούσαν στο εσωτερικό μπαλκόνι του διώροφου κτηρίου. Στα δε-

ξιά υπήρχε ένας στάβλος, ενώ αριστερά ένα επίσης πέτρινο κτίσμα που λειτουργούσε σαν αποθήκη. Στο κέντρο της αυλής παρατήρησε ένα πηγάδι. Δίπλα του στεκόταν ένα μαύρο άλογο που την κοιτούσε γεμάτο περιέργεια. Εργάτες πηγαινοέρχονταν κουβαλώντας σανό και κοφίνια γεμάτα με φρούτα και λαχανικά, χωρίς να της δώσουν ιδιαίτερη σημασία.

Όλα έμοιαζαν λιτά και απέριττα σε σχέση με την εξεζητημένη αρχιτεκτονική που είχε αντικρίσει μέχρι τότε στον Χάνδακα. Αυτές οι λιτές γραμμές της πέτρας εναρμονίζονταν με τις δικές της προσωπικές προτιμήσεις. Το μόνο διακοσμητικό στοιχείο ήταν οι αψίδες. Κοσμούσαν τα παράθυρα και τις εσωτερικές βεράντες, στις οποίες ανέβαινε τώρα με σταθερό βήμα.

Υποτίθεται ότι θα την περίμενε η άλλη κοπέλα που δούλευε ήδη εδώ. Από τη σιωπή, όμως, που επικρατούσε στον όροφο, η Ειρήνη κατάλαβε ότι ήταν μόνη της. Φτάνοντας στο τέλος της σκάλας, πλησίασε διστακτικά μια από τις μεγάλες ξύλινες πόρτες που ήταν ανοιχτή και μπήκε μέσα.

Στη σκιά του πόθουDonde viven las historias. Descúbrelo ahora