Ζώης |•| δυο

35 4 1
                                    

"Που'σαι ρε;"

"Ναι, χάθηκες. Απο απουσίες είσαι φουλ πάντως"

"Η Κατερίνα φασωθηκε με τον Σωτήρη"

Χαμογέλασε με το υπέροχο χαμόγελο του: απαλά ροζ χείλη, ίσια λευκά δόντια, λακκακια στα μάγουλα.
Χαιρόταν που οι ακόλουθοι του ενδιαφέρονταν.
Άναψε το τσιγάρο που κρατούσε απο ωρα στο χερι.

"Για την κατερινα δεν με νοιάζει. Εχω μιαν αλλη τυλιγμενη"

Πραγματικα δεν ένοιαζε τον ζώη για την κατερινα. Ούτος η άλλος εκείνος είχε φιλησει άλλην πολύ πρώτου φιλησει εκείνη τον Σωτήρη.

Δεν είπε τίποτα για το που ηταν την προηγούμενη εβδομαδα αφήνοντας τους φιλους του να φαντάζονται τρέλα σενάρια.
Να τον φαντάζονται ωπος ήθελαν εκείνοι.
Στην πραγματικότητα είχε καθήσει σπίτι του επειδή η μητέρα του έλειπε και δεν υπήρχε κανεις να τον αναγκάσει να παει σχολειο.

Γιατί αυτός ηταν ο Ζώης: κάποιος που άφηνε τους αλλους να τον μυθοποιουν ενω εκείνος γινόταν ολο και πιο θνητος.

Το κουδούνι χτύπησε και η παρέα των πεντε αγοριών ακουμπισμένη στον τοίχο δεν έκανε κάποια κινηση να παει προς το λύκειο, παρα μονο παρατηρουσε τα κορίτσια του γυμνασίου να περνούν. Καποιες γελαγαν υστερικά και καποιες προχωρούσαν μόνες με χαμηλωμένο βλέμματα.

Ο Ζωής σφιριξε στην Έρικα, μια ομιρφουλα απο την πρωτη και εκεινη του χάρησε ενα χαμόγελο.
Εκείνη θα ηταν η επόμενη κατακτηση του, αποφάσισε ο Ζωής.
Αφού είχε μπει και η τελευταια παρέα παιδιών του γυμνασίου ο Ζώης σήκωσε την σακα του και ξεκίνησε μπρος το Λύκιο.

Οταν τελειωσε η προσευχή κατευθύνθηκαν στην τάξη οπου θα έκαναν αρχαία με τον κύριο Σαξονη.

Η μέρα του Ζώη πέρασε γρηγορα, λίγο με κουβέντες με τους αλλους τεσσερις, λίγο σερφαριζμα στο Facebook στο διάλειμμα.
Την έκτη ωρα είχανε φυσική με εναν αχωνευτο καθηγητή.

"Τι λέτε; την κάνουμε;"

Πρότεινε ο σταυρός.

Πήδηξαν τα κάγκελα και βρέθηκαν στον μικρο δρόμο που πέρναγε απο το σχολείο τους.

"Που θα πάμε;"

"Καφετέρια;"

ΚάλοιWhere stories live. Discover now