Η απροσμενη ειδηση

77 8 3
                                    

<<Γιώργο ?>>
<<Τι ειναι μωρό μου ? >>
<<Τα εννοείς αυτά που λές? >>
<<όλα μωρό μου >>,έκλεισα τα μάτια μου και αποκοιμήθηκα.

Ένοιωσα κάποιον να με σηκώνει και να με μεταφέρει.  Με είχε πάρει αγκαλιά . Άνοιξα για λιγο τα μάτια μου για να τον δώ. 
<<Μμμμ. >>τσαλακωσα με το χέρι μου την μπλούζα του. 
<<Σσσσσ, κοιμήσου μωρό μου >>
Με άφησε στο κρεβάτι και μου έδωσε ενα φιλί στο κεφάλι.
<<Γιώργο, μην φύγεις. >>Τον έπιασα απο το χέρι και τον κρατούσα.
<<Ηρέμησε μωρό μου δεν θα φύγω θα κάτσω εδω μαζί σου μέχρι να κοιμηθείς, εντάξει? >>
<<Εντάξει. >>ξάπλωσε δίπλα μου και με τράβηξε στην αγκαλιά του.
Μου χάιδευε απαλά τα μαλλιά , μέχρι τη στιγμή που, με πείρε  ο ύπνος

Το φώς του ήλιου πάσχιζε να διαπεράσει τις κουρτίνες, αλλα ηταν ακόμη πολύ πρωί και η λάμψη του έδινε στο δωμάτιο μια μπλέ σκούρα χροιά. Έκλεισα ξανά τα μάτια και άφησα το κεφάλι μου να φωλιάσει στο μαλακό μαξιλάρι απο κάτω μου.  Κουλουρισατηκα πιο σφιχτά κατω απο το χοντρό πάπλωμα. 
Ηταν τόσο χουχουλιαρικα.  Και ολα μύριζαν ενα υπέροχο άρωμα,  και ημουν σίγουρη ότι αυτό το άρωμα ηταν το δικό του.  Έκατσα πάνω στο κρεβάτι και διαπίστωσα οτι φορούσα ενα αντρικό μπλουζάκι που μου ηταν πολύ μεγάλο, ενα μονόχρωμο γκρι μπλουζάκι.  Μύριζε και αυτό το άρωμά του.  Χαμογέλασα και κοίταξα το ρολόι.  Ηταν οχτώ και μισή.  Ξάπλωσα ξανά στο κρεβάτι με την ελπίδα οτι θα κοιμόμουν λόγο ακόμα.  Πάνω που πήγε να με ξαναπάρει ο ύπνος  η πόρτα άνοιξε αργά και οι μεντεσέδες της ετριξαν.  Άνοιξα απότομα τα ματια μου και αντίκρισα τον Γιώργο με εναν δίσκο στο χέρι του.
<<Καλημέρα, σου έφτιαξα πρωινό>>
<<ΜΜΜ καλημέρα, δεν έπρεπε>>,τεντωθηκα και του χαμογέλασα.  Άφησε τον δίσκο και με πλησίασε. Ακούμπησε με τα χεριά του τον λαιμό μου και χάιδεψε με τον αντίχειρα του τα χείλη μου.
<<μα πως μια σε εχω θέλω να σε περιποιηθω >>,μου είπε και ακούμπησε τα χείλη του πανω στα δικά μου.
Τραβήχτηκε πίσω και έφερε κοντά μου τον δίσκο. 
<<ΜΜΜ φαίνονται πολύ νόστιμα>>
<<Ναι είναι έλα φάε >>
<<Εντάξει θα φάω >>του έριξα ενα χαμογελάκι και άρχισα να τρώω.  Πήρε μια φέτα ψωμί με μαρμελάδα και την πλησίασε στο στόμα μου.  Έφαγα μια μπουκιά και με άρπαξε απο τον σβέρκο φιλοντας με στα χείλη . Απομάκρυνε τον δίσκο και με τράβηξε στην αγκαλιά του.  Αρχικά μου εδωσε ενα παθιασμένο φιλί στα χείλη και στη συνέχεια άρχισε να με φιλάει στον λαιμό. 
Μας διέκοψε ο ήχος που έκανε το κινητό μου.  Σηκώθηκα και ειδα την υπενθύμιση που ειχα βάλει
<<Οχι όχι οχι δεν το πιστεύω πως το ξέχασα.  >> Σηκώθηκα γρήγορα απο το κρεβάτι και έψαχνα σαν τρελή τα ρούχα μου.  <<Μωρό μου τι έγινε? >>, με ρώτησε ανήσυχος. 
<<Ξέχασα το ραντεβού που είχα κλείσει για δουλειά . Δεν το πιστεύω πως το ξέχασα >>
<<Ελα ηρέμησε αγάπη μου . Τι ώρα ειναι η συνάντηση ?>>
<<έντεκα και μισή και είναι ήδη δέκα.  Δεν θα προλάβω >>
<<Ελα ησύχασε θα σε παω εγω >>
Φόρεσα βιαστικά την φούστα μου και έπιασα τα μαλλιά μου μια σφιχτή αλογοουρά.  Είδα τον Γιώργο  μέσα απο τον καθρέφτη να σηκώνεται απο το κρεβάτι και να με πλησιάζει αργά.
Τύλιξε τα χέρια του γύρω μου και με φίλησε στον ώμο.  Ύστερα έβγαλε την μπλούζα που φορούσε και άνοιξε την ντουλάπα για να βρει μια άλλη.

Έρωτας Με Την Πρώτη Ματιά Donde viven las historias. Descúbrelo ahora