Δεν ξέρω γιατί, το μόνο που θυμάμαι από την βρεφική μου ηλικία είναι το νανούρισμα της μητέρας μου που μου έλεγε για να κοιμηθώ. Τα λόγια της τα τρυφερά είναι χαραγμένα στην καρδιά μου, το βλέμμα της με το οποίο με κοιτούσε ήταν τόσο παρήγορο και γεμάτο αγάπη. Μόνο με ένα άγγιγμά της ηρεμούσα, με αυτά τα χέρια που ήταν πιο απαλά και από βαμβάκι..
Το νανούρισμα πήγαινε κάπως έτσι :"Κοιμήσου μέρα όμορφη, νύχτα με τ' αστρουλάκια
μπαξέ μου με τα λούλουδα και με τα γιασεμάκια
Κοιμήσου με τη ζάχαρη και ξύπνα με το μέλι
και λούσου με τ'ανθόνερο που λούζονται οι αγγέλοι
Κοιμήσου γιέ μου πρωτογιέ και γιε μου κανακάρη
Και από τη πόλη κοπελιά θε να 'ρθει να σε πάρει
Κοιμήσου γιε μου να τραφείς, γιε μου να μεγαλώσεις
Και τα προικιά ριμένου σε κι οι κόρες καρτερού σε""Θοδωρή ξυπνά" ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω την μητέρα μου.
"Πήγαινε να πλύνεις τα δόντια σου και κατέβα να πάρουμε πρωινό"
Από εκείνη την συγκεκριμένη μέρα άρχισα να θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουν γύρω πέντε χρόνων με καφέ σκούρα μαλλιά, μελί ματιά και κυρίως αδύνατος. Πηγαίνω να πλυθώ όπως μου είπε η μητέρα μου και κατεβαίνω κάτω. Ήταν Σάββατο και δεν είχα σχολείο. Όπως κάθομαι στην καρέκλα με κοιτάνε και οι δύο γονείς μου σαν να θέλουν να μου πουν κάτι άλλα πριν προλάβω να κάνω αυτή την σκέψη μου λέει ο πατέρας μου.
"Θοδωρή θέλουμε να σου ανακοινώσουμε κάτι."
Δεν μιλάω, απλά κοιτάω
"Η μαμά είναι έγκυος και σε λίγο καιρό θα έχεις αδερφάκι.!!"
Με κοιτάζουν και οι δύο με ένα χαμόγελο, ο πατέρας μου κρατάει το χέρι της μητέρας μου που είναι πάνω στο τραπέζι και η μητέρα μου χαϊδεύει κυκλικά την κοιλιά της.
Δεν ήξερα πως γίνονται τα παιδιά αλλά ήξερα ότι δεν τα φέρνει ο πελαργός, ήξερα επίσης ότι ο Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει και ότι οι γονείς μου αγοράζουν τα δώρα που ζητάω, ήξερα ότι η νεράιδα τον δοντιών είναι το χέρι της μάνα μου που παίρνει το δόντι από το μαξιλάρι μου και βάζει λεφτά, τα ήξερα αυτά.
Δεν είχα καμία ιδιαίτερη αντίδραση απλά κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου και συνεχίζω να τρώω τα δημητριακά μου.
Μόλις τελείωσα πήρα το πιάτο μου και το έβαλα στον νεροχύτη, έτσι με είχε μάθει η μητέρα μου και κάθε φορά που το έκανα αυτό χαμογελούσε έπεφτε στα γόνατα με έπαιρνε αγκαλιά και μου έλεγε ότι είμαι το καλύτερο μωρό στον κόσμο.
Το πίστευα. Η μητέρα μου ήταν μια αδύνατη ψηλή γυναίκα με μαύρα μαλλιά και κίτρινα - χρυσά ματιά. Το μαλλί της πάντα το έπιανε σε μια αλογοουρά για να μην την ενοχλεί.
Ο πατέρας μου ήταν ένας εξίσου ψηλός με γκρι ματιά και σκούρα καφέ μαλλιά. Ντυμένος πάντα με γραβάτες και κουστούμια γιατί είχε μια αεροπορική εταιρία και όσο νάνε πρέπει να είμαι ντυμένος κάπως πιο επίσημα. Περνούσαν οι μέρες και έβλεπα την κοιλιά της μητέρας μου να μεγαλώνει τρομακτικά πολύ γρήγορα!! Έπιανα πολλές φορές τον πατέρα μου να χαϊδεύει την φουσκωμένη κοιλιά της μητέρας μου όταν έφευγε από το γραφείο του και να βάζει το κεφάλι του πάνω της, βασικά το αυτί του, σαν να προσπαθούσε να ακούσει κάτι. Μου έλεγαν να πάω και εγώ εκεί αλλά δεν πήγαινα, φοβόμουν για το τι μπορεί να ακούσω. Όμως πήρα το ρίσκο και πήγα, βάζω το αυτί μου στην κοιλιά της και μου χαϊδεύει το κεφάλι, ακούω τους χτύπους της καρδιάς της μάνας μου, ή του παιδιού που έχει μέσα της; Δεν μπορούσα να καταλάβω αλλά με ηρεμούσε τόσο πολύ και με συνδιασμό το χέρι της μητέρας μου να χαϊδεύει το κεφάλι μου αποκοιμήθηκα. Η ζωή μου ήταν γενικά πολύ ήρεμη, έβγαινα έξω και έπαιζα με τα παιδιά της γειτονιάς μου μπάλα, στο σχολείο δεν είχα κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα αν και πολλές φορές βαριόμουν τόσο πολύ που έφτανα σε σημείο να κοιμάμαι μέσα στην τάξη, και η δασκάλα μου πέταγε κιμωλίες για να ξυπνήσω. Η μητέρα μου δεν είχε γενικά κανένα πρόβλημα με εμένα στο σχολείο, δεν ήμουν παιδί που έκανε αταξίες, ήμουν ήρεμος, άλλωστε σε ένα ιδιωτικό σχολείο δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Από τα πέντε μου η μητέρα μου με έγραψε σε μια σχολή kick box και κάθε Τρίτη τέταρτη και Παρασκευή είχα προπόνηση το απόγευμα από τις πέντε μέχρι της επτά. Μου άρεσε πολύ, βασικά πάρα πολύ, ο δάσκαλος ο κύριος Γιάννης έλεγε στην μητέρα μου ότι ήμουν πάρα πολύ καλός. Όλα αυτά μέχρι που έφτασε η μεγάλη μέρα. Οι γονείς μου ήθελαν να μάθουν το φύλο του παιδιού κατά την γέννα. Ναι αυτό και εγώ το θεωρώ ηλιθιότητα όμως έτσι έκαναν και με εμένα. Ο βασικός λόγος που το έκαναν αυτό πιστεύω είναι γιατί εβαζαν στοιχήματα φίλοι και συγγενείς για το τι φύλο θα βγει το μωρό.
Είναι αργά το βράδυ και ακούω ξαφνικά την μητέρα μου να λέει:"Στέφανε ξυπνά σπάσανε τα νερά, ξύπνα.!!"
"Ωραία πάμε γρήγορα στο νοσοκομείο" λέει ο πατέρας μου.
"Πάρε τηλέφωνο την αδερφή σου να έρθει να προσεχή τον Θοδωρή"Όταν το άκουσα αυτό ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Η θεία μου η Γιώτα.. πάντα πίστευα ότι είναι κακία, δεν με ήθελε καθόλου με έσπρωχνε με μάλωνε χωρίς να έχω κάνει κάτι και πολλές φορές δεν με τάιζε όταν με είχαν στείλει σπίτι της να μείνω. Μένει μόνη της πράγμα που δεν μου κάνει καθόλου εντύπωση και το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να ζητάει λεφτά από τον πατέρα μου.
"Έλα Γιώτα, σπάσανε τα νερά της Μαρίας, έλα γρήγορα σπίτι μου να προσέχεις τον Θοδωρή γιατί πρέπει να κάνουμε εισαγωγή στο νοσοκομείο."
Κλείνει το τηλέφωνο
"Πήγαινε να δεις αν κοιμάται ο Θοδωρής"
του λέει η μάνα μου και μόλις το ακούω κλείνω τα μάτια μου και κάνω πως κοιμάμαι.
"Σαν έναν μικρό πρίγκιπα» της λέει χαμηλόφωνα
Τους ακούω που ετοιμάζουν κάποια πράγματα να πάρουν μαζί του και φεύγουν. Μόλις ακούω την εξώπορτα να κλείνει σηκώνομαι και κοιτάω από το παράθυρο να δω αν έφυγαν. Κατεβαίνω στον καναπέ και βάζω τηλεόραση όπου μετά από περίπου 2 ώρες ήρθε η θεία μου. Μπαίνει μέσα, ανοίγει την πόρτα, με βλέπει και αδιαφορόντας πλήρως για την ύπαρξη μου ανεβαίνει πάνω και πηγαίνει να κοιμηθεί. Εμένα με παίρνει ο ύπνος στον καναπέ όπου ξυπνάω το πρωί και η θεία μου ακόμα κοιμάται.
Ανεβαίνω πάνω να την ξυπνήσω.
"Θεία"
Καμιά ανταπόκριση.
"Θεία"
Επίσης καμιά ανταπόκριση.
Την σκουντάω και με κοιτάζει με σχεδόν κλειστά τα μάτια της.
"Τι θες ρε μύξα;" μου λέει
"Θα έρθει να μου φτιάξεις πρωινό;"
Την ξαναπαίρνει ο ύπνος
"Θεία, θα έρθεις να μου φτιάξεις πρωινό;" ξαναλέω
"Να φτιάξεις μόνος σου"
"Δεν φτάνω το ντουλάπι και άμα πέσω και χτυπήσω θα σου φωνάζει ο μπαμπάς"
Σηκώνεται με τα χίλια ζόρια και κατεβαίνει κάτω, πιανει από το ντουλάπι τα δημητριακά και τα αφήνει στο κεντρικό τραπέζι και φεύγει να ξανακοιμηθεί.
Ευτυχώς είχε ήδη ένα μπολ στο τραπέζι και το γάλα το έφτανα έτσι έκανα να φάω πρωινό μόνος μου.
Μόλις έφαγα πήγα το μπολάκι στον νεροχύτη, πήγα άνοιξα τηλεόραση και έβλεπα τα παιδικά. Όπως κάθομαι και παρακολουθώ τηλεόραση χτυπάει το τηλέφωνο και τρέχω να δω ποιος είναι."Ναι;"
"Έλα Θοδωρή ο μπαμπάς είμαι"
"Γειά σου μπαμπά. Τι κάνεις;"
"Καλά αγοράκι μου. Φύγαμε για το νοσοκομείο γιατί η μαμά γέννησε"
"Το ξέρω σας άκουσα όταν φύγατε"
"Που είναι η θεία σου"
"Κοιμάται" του λέω
"Καλά, εμείς αύριο το πρωί θα έρθουμε σπίτι πες της.. αα και είναι αγοράκι!!"
"Ωραία θα έχω αδερφό!!"
"Ναι Θοδωρή μου, θα τα πούμε όταν θα έρθουμε να προσέχεις"
"Γειά μπαμπά"
Και κλείνω το τηλέφωνο ανυπομονόντας να έρθει το μωρό σπίτι!!
YOU ARE READING
Δεσμοί Αίματος
RandomΗ ζωή είναι άδικη πολλές φορές, μια ερώτηση, ένα γιατί- γιατί σε μένα... μένει μόνιμα αναπάντητο. Τρία αδέρφια, ο Θοδωρής ο Χρήστος και ο Νίκος. Ο Θοδωρής ο πλέον διευθυντής της εταιρίας, ο Χρήστος ερασιτέχνης Μποξέρ και φωτογράφος και ο Νίκος ποδο...