Τα λόγια που δεν πρόλαβα να πω

43 7 1
                                    

Θοδωρής

Μου λείπεις μαμά, μου λείπεις ήδη πιο πολύ από ποτέ. Μου λείπει το άγγιγμα σου, το βλέμμα σου το παρήγορο, το χαμόγελο σου.. τα πάντα. Ξέρω ότι δεν θες να με βλέπεις να κλαίω και σου ζητάω συγνώμη που το κάνω, ξέρω ότι θα με συγχωρέσεις, πάντα το έκανες.
Πονάω μαμά, πονάω που δεν είσαι εδώ, που δεν θα έχω πια το στήριγμα σου όταν δεν είμαι καλά, όταν κάτι δεν μου πάει καλά, όταν έχω κάποιο πρόβλημα. Με πονάει που δεν θα έχω πια τις συμβουλές σου, είτε συμφωνούσα με αυτές είτε όχι, τώρα τις χρειάζομαι πιο πολύ από ποτέ δυστυχώς όμως δεν σε έχω εδώ.
Δεν πρόλαβα να σου πω ένα σ'αγαπώ, ένα αντίο, μια συγνώμη, ένα θα μου λείψεις.

Μπαμπά, εσύ ήσουν ο ήρωας μου, πάντα σε θαύμαζα και πάντα ήθελα να γίνω αντάξιος σου, δεν πρόλαβα να σε χορτάσω σαν παιδί ως πατέρα λόγο της δουλειά σου, λόγο του ότι δούλευες για να μην μας λείψει ποτέ τίποτα.
Μου λείπεις μπαμπά.
Μου λείπεις πολύ.
Αν με βλέπετε από εκεί ψηλά, και αν με ακούτε θέλω να ξέρετε ότι σας αγαπώ πολύ και ότι θα μου λείψετε πολύ. Σας ευχαριστώ πολύ για τις υπέροχες αναμνήσεις που μου δώσατε. Αν με βλέπετε από εκεί ψηλά, θα σας κάνω περήφανους και μαμά μπαμπά μην ανησυχείτε για τα αδέρφια μου. Θα γίνω εγώ ο πατέρας και η μητέρα τους. Θα τους προσέχω όσο τη ζωή μου.

Είμαι στο αμάξι μου πηγαίνοντας στο Τμήμα που με κάλεσαν για να μάθω τι έγινε. Να μάθω τι ακριβώς ξέρουν. Το μυαλό μου καθώς οδηγούσα ταξίδευε σε παλιές αναμνήσεις. Κάθε Κυριακή μαζευόμασταν σε ένα μικρό γηπεδάκι και παίζαμε μπάλα τα αδέρφια μου και οι γονείς μου. Τέρμα ήταν η μαμά και τα αδέρφια μου εναντίον του πατέρα μου. Μάταια προσπαθούσαμε να του πάρουμε την μπάλα από τα πόδια, ήταν πολύ αθλητικός τύπος και λάτρεις της μπάλας. Μετά από εκεί πηγαίναμε βόλτα μαζί στο διπλανό πάρκο, συνήθως εκεί ο Νίκος και ο Χρήστος τσακωνόντουσαν για το ποιος θα φτάσει πιο γρήγορα σε μια τσουλήθρα ενώ η μάνα μου έτρεχε να τους περάσει για να φτάσει αυτή πρώτη. Αυτές οι αναμνήσεις με χαροποιούν και ταυτόχρονα με πονάνε πολύ. Μόλις φτάνω στο τμήμα μπαίνω μέσα και εκεί συναντώ μια κυρία με κάτι χαρτιά στα χέρια πάω να την ρωτήσω που να πάω αλλά με διακόπτει.

«Σας περιμέναμε κύριε Χαλκιά, ακολουθήστε μας.»
Φοράω τα γυαλιά μου για να μην φαίνονται τα πρισμένα μάτια μου. Την ακολουθώ στον ανελκυστήρα, μπαίνω πρώτα εγώ και μετά αυτή, πατάει τον αριθμό έντεκα και κλείνει η πόρτα.
Αυτή δεν μιλάει καθόλου το μόνο που με ρωτάει είναι αν αισθάνομαι καλά και εγώ απλά γνέφω καταφατικά.
Ανοίγει η πόρτα και βλέπω πολλούς αστυνομικούς να περιμένουν κοντά στην είσοδο του ανελκυστήρα, τους προσπερνάω ακολουθώντας την κοπέλα με τα πιασμένα σε ένα κότσο μαύρα μαλλια, τα άσπρα γυαλιά και την στενή λίγο μακρυά φούστα της.

Δεσμοί Αίματος Where stories live. Discover now