Ο Σανκ καθόταν σε ένα μεγάλο κλαδί της γέρικης μηλιάς. Κρατούσε ένα μήλο και το έτρωγε αργά αφηρημένος καθώς κοιτούσε τον ορίζοντα. Μπροστά του απλώνονταν τα ανοιχτά πράσινα πεδία της Πεδιάδας της Ακακίας. Μπορούσε επίσης να δει και τα ξύλινα σπίτια του Γκρέιτχορν να φαίνονται αχνά στον ορίζοντα ενώ από τις ξύλινες καμινάδες λωρίδες αχνού καπνού κατευθύνονταν προς το καταγάλανο ουρανό.
Είχε πάλι αποκοιμηθεί πάνω στο δέντρο σε ένα ύπνο γεμάτα όνειρα. Από μικρό τα όνειρα τον κυνηγούσαν και του γέμιζαν τις σκέψεις όσο ήταν ξύπνιος . Γεμάτα μάχες ,σπαθιά μεγάλα πλοία ,θρυλικά κάστρα. Αλλά εκείνος δεν είχε δει ποτέ του τίποτε από αυτά .Δεν είχε φύγει ποτέ από το Γκρέιτχορν και το μεγαλύτερο κτίριο που είχε συναντήσει ήταν η μικρή εκκλησία στο κέντρο του χωριού . Η μεγαλύτερη βάρκα ΄που είχε δει να πλέει ήταν τα ψαροκάικα στον ασημένιο κόλπο και η μεγαλύτερες μάχες που είχε δει ήταν αυτές που δίναν τα παιδιά σε χωράφια και αγρούς με ξύλινα σπαθιά.
Δάγκωσε άλλη μία φορά το μήλο του καθώς αναρωτιόταν πόσα πράγματα βρίσκονταν πέρα από τον ορίζοντα. Μήπως όλες οι ιστορίες που είχε ακούσει υπερβάλαν και ο πραγματικός κόσμος δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο τον είχε φανταστεί ή μήπως οι ιστορίες τον αδικούσαν και υπήρχαν μονοπάτια που δεν είχαν εξερευνηθεί από κανένα;
Ο Σανκ από μικρός είχε χάσει και τους δύο γονείς του και είχε μεγαλώσει στο σπίτι μίας γριάς γυναίκας. Δεν είχε μάθει πολλά για εκείνη επειδή ήταν μικρός όταν είχε πεθάνει και κανείς δεν ήξερε πόσο χρονών ήταν ή ποιο ήταν το παρελθόν της. Είχε πεθάνει στον ύπνο της από βαθιά γεράματα μια νύχτα και την είχε βρει νεκρή ξυπνώντας. Είχε μείνει ξανά μόνος και είχε αρχίσει να κάνει τις δουλειές των ανθρώπων του χωριού για να τα βγάλει πέρα και συνήθως κοιμόταν στους αγρούς πάνω σε δέντρα ή μέσα σε στάβλους μαζί με τα ζώα. Στο χωριό όλοι τον φώναζαν ορφανό αλλά του φέρονταν καλά.
Μερικές φορές έρχονταν ξένοι πολεμιστές και μισθοφόροι και διηγούνταν ιστορίες και ο Σανκ τις άκουγε με ενθουσιασμό. Υπήρχαν τόσα μέρη που δεν είχε πάει , τόσα μέρη που είχε ακούσει για αυτά αλλά δεν ήξερε καν που βρίσκονταν. Ένα μέρος όμως ήταν που πραγματικά ήθελε να πάει , το Γκόντροκ .
Η γριά μιλούσε συνέχεια για αυτό αν και σπάνια έλεγε από πού τα γνώριζε όλα αυτά . Θυμόταν όταν ήταν μικρός πως του έλεγε συνέχεια ιστορίες για τους θεόρατους πύργους και τα τείχη που ήταν λαξεμένα πάνω στο βουνό , για τα βαθιά ορυχεία και το χρυσάφι που έκρυβαν μέσα και για τους πολεμιστές με τις γκρίζες πανοπλίες.
KAMU SEDANG MEMBACA
GODROCK: Thirst for adventure
FantasiΤο Γκοντροκ ήταν απόρθητο. Φτιάχτηκε για να κρατήσει μέχρι το τέλος των ημέρων και θα στέκεται ακόμη πάνω από τα σύννεφα όταν όλα θα έχουν πεθάνει. Οι ιστορίες ενός κάστρου που το παρελθόν του είναι αρχαίο και μυθικό γεμίζουν το μυαλό ενός νεαρού αγ...