1. Η Σκιά στον Διάδρομο

697 60 3
                                    

       «Mαμά, το βράδυ κάτι... κάτι πέρασε από τον διάδρομο, έξω από το δωμάτιό μου» είπε ο μικρός Τάσος, κοιτώντας έντονα την μητέρα του. Τα μάτια του έδειχναν κουρασμένα. «Κάτι σαν σκιά. Μπροστά από την πόρτα του δωματίου μου».
      «Όνειρο θα ήταν» μουρμούρισε η παχύσαρκη γυναίκα και συνέχισε να παρακολουθεί προσηλωμένη την κουτσομπολίστικη εκπομπή.
      Το αδύνατο αγόρι επέμεινε: «Μαμά, αλήθεια σου λέω! Σε παρακαλώ... Άσε με να κοιμηθώ απόψε μαζί σου. Φοβάμαι...».
      «Κάνε ό,τι θες» είπε εκείνη και έριξε ένα ενοχλημένο βλέμμα στον γιο της. «Αρκεί να με αφήσεις να δω την εκπομπή με την ησυχία μου».
      Του Τάσου του αρκούσε αυτό. Μπορεί και να κατάφερνε να κοιμηθεί απόψε. Τα δύο προηγούμενα βράδια είχε μείνει ξάγρυπνος. Και τις δύο νύχτες, είχε δει μια σκοτεινή φιγούρα πηγαινοέρχεται στον διάδρομο του μικρού τους διαμερίσματος.
      Μπορεί να είναι κάνα πεταλουδάκι που φτερουγίζει γύρω από το φωτάκι νυκτός, είχε σκεφτεί το πρώτο βράδυ ο Τάσος. Όμως ένιωθε ότι κάποιος - κάτι άλλο - περιφερόταν εκεί. Κάτι άυλο.
      Τις λίγες στιγμές που ερχόταν τελικά ο ύπνος να τον λυτρώσει, ο Τάσος άκουγε ασυνάρτητους ψιθύρους δίπλα από το αφτί του. «Θέλω παρέα...» είχε ξεχωρίσει με τρόμο ανάμεσα στα ακατάπαυστα λόγια. Από εκείνη τη στιγμή κι ύστερα, η καρδιά του Τάσου δεν ησύχαζε. Το αγόρι ήταν αναγκασμένο να παρακολουθεί παγωμένο τη σκιά να τρέχει στον διάδρομο, απέναντι από το κρεβάτι του, σαν φάντασμα καταδικασμένο να περιπλανιέται αιώνια στον ίδιο χώρο.
      Στην αρχή, είχε αποφασίσει να μην πει τίποτα στην μητέρα του. Ήξερε πως θα τον έδιωχνε εκνευρισμένη μόλις άκουγε την εξωπραγματική ιστορία του. Ίσως τον χαστούκιζε ξανά. Όμως, σήμερα έπρεπε να της το πει. Αυτή η υπερφυσική εμπειρία ήταν τρομακτική και δύσκολη, πόσο μάλιστα για ένα δεκάχρονο αγόρι. Δύσκολη ακόμα και για τον σκληραγωγημένο Τάσο, ο οποίος μεγάλωσε δίχως πατέρα, δίπλα σε έναν σκληρό και αυτοκαταστροφικό άνθρωπο για μητέρα.
      Η μάνα του τον χτυπούσε. Δεν το έκανε συχνά. Αλλά όταν το έκανε, χτυπούσε απροειδοποίητα και δυνατά. Εκείνο το βροχερό απόγευμα που ο Τάσος έσπασε το κινέζικο βάζο που παρουσίαζε η μητέρα του ως ακριβό διακοσμητικό στις λιγοστές φίλες της από το κομμωτήριο, είδε το παιδί για πρώτη φορά το βίαιο πρόσωπο της γυναίκας. Η μητέρα του είχε πλησιάσει με βλέμμα απλανές και ουδέτερο. Μάζευε τα κομμάτια όσο ο μικρός Τάσος της ζητούσε επανειλημμένα συγνώμη. Τον κοίταξε αμίλητη. Το χέρι της ήρθε από το πουθενά, τον χτύπησε στο πρόσωπο και τον εκτόξευσε στο πάτωμα. Ο Τάσος δεν έκανε αταξίες ποτέ ξανά.

                                    ***

      Ο ήλιος έδυσε και η τσιμεντένια πόλη βυθίστηκε αργά στο σκοτάδι του συννεφιασμένου ουρανού. Ο Τάσος ήθελε να πιστεύει ότι η μητέρα του δεν είχε ξεχάσει αυτό που συζήτησαν το μεσημέρι. Περπάτησε στον στενό διάδρομο, με κομμένη την ανάσα. Δεν ένιωσε, ούτε είδε, ούτε άκουσε κάτι αλλόκοτο. Όχι ακόμα τουλάχιστον.
      Η μητέρα του έβλεπε ακόμα τηλεόραση στο μικρό χολ, βουλιαγμένη στον καναπέ. Καταβρόχθιζε τα τελευταία πατατάκια από το μπολ και έβριζε μπουκωμένη μια νεαρή κοπέλα από ένα ξένο τηλεπαιχνίδι.
      Ο Τάσος προσπέρασε και μπήκε στο υπνοδωμάτιο με το μαξιλάρι του αγκαλιά. Στο ξύλινο πάτωμα, δίπλα από το ημίδιπλο, ξέστρωτο κρεβάτι τής μητέρας του - στο οποίο ίσα που έφτανε να χωρέσει το τεράστιο σώμα της - ήταν στρωμένη μία καφέ κουβέρτα.
      Μπράβο καλοσύνες! σκέφτηκε ο Τάσος, αναλογιζόμενος την άλλοτε αδιάφορη στάση της μητέρας του. Λογικά θα μου ζητήσει κάποια χάρη για αντάλλαγμα. Ίσως να κάνω όλες τις δουλειές τους σπιτιού για ολόκληρο το μήνα, συνέχισε τις σκέψεις του, ενώ βόλευε το μαξιλάρι του. Σκεπάστηκε με το σεντόνι. Το πάτωμα ήταν σκληρό από κάτω του.
      Ο Τάσος άκουγε το βουητό της τηλεόρασης και το χαχανητό της μητέρας του από μέσα. Το αγόρι δεν είχε κλείσει το φως στο δωμάτιο. Δεν ήθελε να μείνει μόνος στο σκοτάδι.
      Γύρισε αριστερά. Από αυτή την πλευρά, έβλεπε το σκονισμένο πάτωμα, κάτω από το κρεβάτι της μητέρας του. Υπήρχαν παραπεταμένα κουτσομπολίστικα περιοδικά και τσαλακωμένα περιτυλίγματα σοκολάτας.
      Άλλαξε πλευρό. Όπως ήταν γυρισμένος τώρα δεξιά, έβλεπε τον διάδρομο. Από εκεί μπορούσε να δει κατά μήκος του, μέχρι την εξώπορτα. Αν τελικά έβλεπε κάτι το βράδυ, θα ξυπνούσε αμέσως τη μητέρα του και θα το έβλεπε κι εκείνη. Μετά θα τον πίστευε και...
      Με αυτές τις σκέψεις, τον πήρε ο ύπνος.

4. Θέλω ΠαρέαOnde histórias criam vida. Descubra agora