2. Το Χέρι

412 49 2
                                    

      Μετά από λίγες ώρες, ο Τάσος μισάνοιξε τα μάτια του και παρατήρησε ότι το φως του δωματίου είχε κλείσει. Το λευκό λαμπάκι στον διάδρομο ήταν αναμμένο. Η μητέρα του βαριανάσαινε στο κρεβάτι της.
      Ο μικρός αναδεύτηκε. Είχε πιαστεί ολόκληρη η δεξιά του μεριά, όπως πιεζόταν στο πάτωμα. Τελικά έμεινε ανάσκελα.
      Μέσα στη νύστα του, σήκωσε αυθόρμητα το χέρι του στο στρώμα από πάνω του, ψαχουλεύοντας στα τυφλά για την μητέρα του. Όταν εκείνη του κράτησε τρυφερά το χέρι, ο Τάσος έμεινε έκπληκτος από τη θερμότητα που επέδειξε η κατά τ' άλλα σκληρή γυναίκα.
      Κοιμήθηκε ήρεμος, χωρίς να κατεβάσει το χέρι του από την άβολη στάση.

                                     ***
      Ξύπνησε ξανά, νιώθοντας κάποιον να τον κοιτάει. Στο διάδρομο στεκόταν η σκιά. Ο Τάσος ξεροκατάπιε και άρχισε να τρέμει. Έσφιξε το χέρι της μητέρας του μέσα το δικό του, το οποίο είχε μουδιάσει τόση ώρα στηριγμένο ψηλά.
      Η σκιά πλησίασε και έκρυψε το φως από το λαμπάκι νυκτός, σαν δυσοίωνο σύννεφο που κρύβει το φεγγάρι. Ήταν μεγάλη, ολοστρόγγυλη και απειλητική. Η φιγούρα έμεινε για λίγες στιγμές ακίνητη στο άνοιγμα της πόρτας. Ο Τάσος άρχισε να διακρίνει κάποια χαρακτηριστικά.
      Ο νους του δεν μπορούσε να χωρέσει αυτό που έβλεπε.
      Η όρθια σκιά που πλησίαζε ήταν η μητέρα του. Τα μικρά, γουρουνίσια μάτια της ήταν γουρλωμένα και καρφωμένα στο κρεβάτι της.
      Μόνο τότε συνειδητοποίησε ο Τάσος ότι το χέρι που κρατούσε τόση ώρα δεν ήταν αρκετά παχουλό για να είναι της μητέρας του. Και ότι το κάτω μέρος του στρώματος στα αριστερά του, δεν βούλιαζε από το βάρος της, όπως θα έπρεπε.
      Κι όμως. Ακόμα και εκείνη την παγωμένη στιγμή της νεκρικής σιγής, ακριβώς πριν αρχίσουν τα ουρλιαχτά, ένα άμορφο χέρι έσφιγγε το μικρό χεράκι του Τάσου, επάνω σε ένα άδειο κρεβάτι.

4. Θέλω ΠαρέαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora