Η Μάρθα Λυκούργου ήταν από τις πιο ήσυχες ασθενείς σε εκείνη την πτέρυγα. Μουρμούριζε στον εαυτό της σιγανά, δίχως τα διαπεραστικά ουρλιαχτά των γειτόνων της. Η Ξένια καθόταν εσκεμμένα παραπάνω ώρα στο κελί της παραφρονημένης γυναίκας για να βρει την ηρεμία της. Της πήγαινε το φαγητό και καθάριζε το μικρό δωμάτιο. Όταν έλειπαν οι προϊστάμενοί της, καθόταν στο κρεβάτι της Λυκούργου, άναβε τσιγάρο -κάτι που απαγορευόταν αυστηρά από τους κανονισμούς του ψυχιατρείου- και την έκανε χάζι πού και πού όσο παραμιλούσε.
Σήμερα, πίσω από τα ακατάληπτα λόγια της γυναίκας διέκρινε κάτι για δαίμονες και παιδιά του Σατανά.
Παλαβή... σκέφτηκε η Ξένια χαμογελώντας και ξεφύσηξε τον καπνό. Η τολύπη αιωρήθηκε για λίγο πάνω από το κεφάλι της μέχρι που διαλύθηκε εντελώς. Ήταν άλλη μια βαρετή καθημερινή, δίχως απρόοπτα στην πτέρυγα.
Η Μάρθα Λυκούργου καθόταν κουλουριασμένη στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Μπορούσε να κουλουριαστεί, κάτι που δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει όταν πρωτομπήκε στην κλινική πριν έξι χρόνια. Τότε ήταν χοντρή σαν καλοφαγωμένο γουρουνάκι. Η Ξένια μόλις είχε ξεκινήσει να δουλεύει ως νοσοκόμα στην κλινική και η Μάρθα ηταν μια από τις πρώτες αμίλητες ασθενείς που είχε αναλάβει. Τώρα, παρότι ακόμα αθόρυβη, η Λυκούργου δεν ήταν πια παχιά. Αντιθέτως, κάτω απο τη μακριά λευκή ρόμπα, φαίνονταν να πετάγονται τα κόκαλα των γοφών της. Παραδόξως ομως, το πρόσωπό της παρέμενε το ίδιο παχουλό και στρογγυλό.
Βήματα ακούστηκαν από τον διάδρομο.
Η Ξένια πέταξε το τσιγάρο δυο πλακάκι και το πάτησε με το παπούτσι της. Γαμώτο, βλαστήμησε σιωπηλά. Έδιωξε με το χέρι όσον καπνό είχε απομείνει στην ατμόσφαιρα και ευχήθηκε να μην σταματήσουν τα βήματα έξω απο την πόρτα.
Σταμάτησαν.
Έπειτα, ευχήθηκε να μην ήταν ο διευθυντής της. Αυτήν τη φορά, η ευχή της εισακούστηκε.
Ήταν η κουτσομπόλα συνάδελφός της, η Κατερίνα. Η Κατερίνα ήταν μια κοκαλιάρα μεσήλικας με ξασμένα μαλλιά. Ο μόνος σκοπός της ημέρας και κατ' επέκτασιν της ζωής της ήταν να μαθει όσο περισσότερα γίνεται για το παρελθόν των ασθενών. Η Ξένια απεχθανόταν τη συνήθεια αυτή, την έβρισκε κατά κάποιον τρόπο προσβλητική. Αλλά, πάλι, εκείνη ήταν καλύτερη; Κάπνιζε μέσα σε ένα κελί, δίπλα σε μία γυναίκα που είχε χάσει την επαφή της με το περιβάλλον.
«Ρε Ξένια, πάλι καπνίζεις; Μάζεψε τη γόπα τουλάχιστον. Έρχεται τώρα να την επισκεφτεί!» είπε με ενθουσιασμό.
«Ποιος;» ρώτησε η Ξένια και έσκυψε να μαζέψει το αποτσίγαρο.
«Ο γιος της! Θυμάσαι που σου έλεγα; Ποτέ δεν εχει-»
«Ναι ναι, οσο είναι εδω δεν έχει έρθει να την επισκεφτεί ποτέ» ειπε η Ξένια επαναλαμβάνοντας λόγια που είχε ακούσει χίλιες φορές από τα χείλη της Κατερίνας. «Ούτε ο γιος της ούτε κάποιος άλλος συγγενής».
«Σς!» της έκανε η Κατερίνα.
Κι άλλα βήματα.
Τώρα - τώρα έρχεται; σκέφτηκε η Ξένια ξαφνιασμένη. Έριξε την γόπα στην τσέπη της λευκής ρόμπας της.
Στην ανοιγμένη πόρτα εμφανίστηκε ένας νεαρός, γύρω στα δεκαοχτώ. Το μαλλί έκρυβε τα μάτια του. Είχε τα χέρια στις τσέπες τού εξωφρενικά φαρδιού παντελονιού του.
Πριν μιλήσει ή πλησιάσει τη μητέρα του, εκείνη άρχισε να ουρλιάζει.
«Έφερε τον δαίμονα μαζι! Σταματήστε τον! Κλείστε την πόρτα!».
Η Κατερίνα βγήκε από το δωμάτιο και έτρεξε να φέρει την ηρεμιστική ένεση. Η Ξένια πρώτη φορά έβλεπε την ασθενή σε τέτοια κατάσταση. Τα μάτια της ήταν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους και η φωνή της αντηχούσε κατά μήκος του διαδρόμου. Χτυπιόταν και τραβούσε τα μαλλιά της με αληθινό τρόμο να έχει κυριεύσει το πρόσωπό της. Η νοσοκόμα προσπάθησε να την ηρεμήσει με καθησυχαστικά λόγια και τετριμμένες φράσεις.
Το αγορι δεν κινήθηκε. Παρακολουθούσε τη κρίση της μητέρας του με απαθές βλέμμα κάτω από τη φράντζα.
«Κλείσε την πόρτα!» του φώναξε η Ξένια όταν είδε οτι δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη Λυκούργου.
Το αγόρι υπάκουσε. Έκλεισε τη πόρτα ενώ το ίδιο παρέμεινε έξω, στον μακρύ διάδρομο. Πίσω από το πλαστικό παραπέτασμα του παράθυρου, η Ξένια είδε τον μικρό να απομακρύνεται προς την έξοδο. Θα ορκιζόταν ότι είδε την πλάτη άλλης μιας μορφής, σαν τον αντικατοπτρισμό μιας σκούρας φιγούρας.
Η θερμοκρασία έπεσε κατακόρυφα στο μικρό δωμάτιο. Η Ξένια ένιωσε το ξαφνικό κρύο να περονιάζει τα κόκαλά της. Η Λυκούργου σταμάτησε να κοπανιέται.
«Δεν τον χτυπάω πια, δεν τον χτυπαω...» μουρμούρισε απολογητικά η γυναίκα κλαψουρίζοντας.
Η Ξένια ένιωθε τον λαιμό της ξερό. Στο πλαστικό τζάμι έβλεπε ακόμα τη σκιά. Στεκόταν όρθια και ακίνητη. Είναι έξω ή μέσα στο δωμάτιο, δίπλα μας; Άκουσε τον ήχο μιας ανεπαίσθητης ανάσας. Βαριά, σταθερή. Δεν ήταν ούτε η δική της -την κρατούσε εδώ και ώρα- ούτε της Λυκούργου.
Κάτι κουνήθηκε στον αντικατοπτρισμό. Με έναν εκκωφαντικό κρότο άνοιξε η πόρτα. Μπήκε η Κατερίνα με την ένεση στο χέρι. Η Μάρθα Λυκούργου άρχισε πάλι να ουρλιάζει.
«Έφυγε το κωλόπαιδο» ειπε η Κατερίνα και κράτησε το μπράτσο της ασθενούς για να της κάνει την ένεση. «Ήρθε να αναστατώσει τη μητέρα του και έφυγε χωρίς να κοιταξει πίσω του!».
Η Ξένια δε σχολίασε. Η καρδιά της ακόμα βροντοχτυπούσε στο στηθος της. Αναρωτήθηκε αν μαζί με τον μικρό έφυγε και αυτό που έφερε μαζί του. Αν έφυγε ή αν παρέμεινε εκεί, μαζί τους, αόρατο και σιωπηλό σαν τον θάνατο.
Την επομένη κιόλας, η Ξένια υπέβαλε την παραίτησή της.
![](https://img.wattpad.com/cover/97970807-288-k675279.jpg)
ESTÁS LEYENDO
4. Θέλω Παρέα
TerrorΟ μικρός δεν κοιμάται τελευταία. Φταίει η σκιά που περιφέρεται στον διάδρομο και του ψιθυρίζει τις νύχτες. Η τέταρτη από τις έξι ιστορίες της συλλογής διηγημάτων "Κάτι για να Φοβάσαι". Τα διηγήματα είναι αυτοτελή, αλλά καλό θα ηταν να τα διαβάσετε ξ...