Yandere lesson 2

13 1 0
                                    

Αν και είμουν περίεργη να μάθω Ποιός είναι το τυπάς που μου έλεγε τι και πως, με ενδιέφερε περισσότερο για το αν θα μπορούσα να εμπιστευτώ την Mikaru ή αν έπρεπε να μίνει μυστικό. Δεν πέρασε ούτε ένας μήνας και έχω ήδη μπλέξει σε κάτι πολύ χοντρό, ένας άνδρας μπένει στο σπίτι μας και προσπαθεί να σκωτόσει την μαμά μου και ο πατέρας μου πουθενά, ένας ναρκωμανής με κυνηγάει, σκώτοσα μια κοπέλα χωρίς να το θέλω και φωβάμαι να κοιταχτώ στον καθρέυτη. Κατέυηκα τα σκαλιά για να πάω στο μπάνιο μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, τα σκαλιά να τρύζουν και το φώς να παίζει παιχνίδια μαζί μου. Μόλης μπήκα στο μπάνιο, χωρής δυσταγμό ξανακοιτάχτηκα να δω αν το τέρας που είχα τότε δεί ήταν ακόμα εκεί, για μεγάλη έκπληξη δεν ήταν, είμουν πάλι εγώ με το λευκό δέρμα και τα μωρουδίστηκα μάγουλα. Η χαρά μου ήταν μεγάλη, μα κάτι δεν πείγενε καλά, το χαμογελό μου με έκανε να μοιάζω με ψυχάκια και τότε "Το θέλεις...το θέλεις...θέλεις το αίμα της...πείγενε στην κουζήνα." μέσα στον καθρέυτη είδα το τέρας απο πίσω μου, αλλά όταν κοίταξα πίσω μου δεν είδα τίποτα, ήταν μονάχα στον καθρέυτη "Τι θέλεις;" ρώτησα "Να σωθείς εσύ και η μαμά σου, αν και είναι πολύ αργά για την μανούλα σου, πείγενε να δείς την αλήθεια πριγκίπισσα." η τελευτέα πρώταση ακούστηκε σαν ουρλιαχτό το οποίο με έκανε να τρέξω με φόρα στην κουζήνα, μέσα στο μισοσκώταδο είδα τον πατέρα μου με μια γυναίκα, δεν θέλω να περιγράψω τι έκαναν, όμως ήθελα να ξεράσω στην εικόνα, λίγο πιο πέρα ήταν ένα καινούριο πτώμα, εκείνο της...μητέρας μου και ήξερα πως η επόμενη θα είμουν εγώ όταν η γυναίκα γύρισε το κεφάλι της και με είδε, σύκωσε το όπλο που κρατούσε στο χέρι της και με συμάδεψε, μα δεν με πέτυχε, είμουν γρύγορη και βγήκα απο την πίσω πόρτα. Δεν είχα δει το πρώσοπο που τόσο ήθελα να σκωτόσω όμως αν ο πατέρας μου μας είχε φέρει εδώ για μια "νέα δουλειά" σύγουρα θα ήταν αυτή. Το σκωτάδι πλυμμίριζε την ψυχή μου και ένιωθα πιο δυνατή απο ποτέ, έτρεχα μέσα στους δρόμους θυμομένη και μετά μέσα στο δάσος, δεν ένιωθα το κρύο, ήθελα να τρέξω και να σκωτόσω κάτι. Σταμάτησα όταν είδα μια ξεχασμένη καλήβα στην μέση του δάσους, ήταν μικρή με τρία δωμάτεια, μια κουζίνα, ένα μπάνιο και ένα άδιο δωμάτειο, πρέπει να ήταν εκεί απο το 1920 ή και πιο πρίν, κάθησα στο πάτωμα του άδιου δωματείου για να σκευτώ, τίποτα δεν με ηρεμούσε, έπρεπε να γυρήσω σπίτι.

Σκαρφάλοσα το παράθυρο του δωματείου μου τα ξυμερόματα, δεν είχε αλάξει τίποτα εκεί μέσα, ούτε η μυρωδιά ούτε η εμφάνιση, μόνο εγώ είχα αλάξει απο την αυπνία, τα μάτια μου ήταν κόκκινα και το κρύο έκανε το δέρμα μου χλωμό, έμοιαζα με το τέρας που είχα δεί...βασηκά δεν είχα δεί τέρας, είδα πια είμαι εγώ στην πραγματηκότιτα και το πόσο μίσος έχω μέσα μου για όλους .
Παρά τις ώρες που δεν είχα κλείσει μάτι, ένιωθα γεμάτη ενέργεια "Miyuko?" άκουσα τον πατέρα μου από έξω να φωνάζει και την πόρτα μου να τρίζει, πρέπει να γίνω καπνός σε δευτερόλεπτα σκέυτηκα και μπήκα στην ντουλάπα με ελαφρά βήματα. Ο πατέρας μου κοιτούσε κάτω από το κρεβάτι, από πίσω του ή γυναίκα που τόσο πολύ ήθελα να πνείξω, μα το πρώσοπο δεν μπορούσα να δω, τα μαλλιά της έκρυβαν τα πάντα "Θα την δώ στο σχολείο ώπου να νε. Είμαι σίγουρη." η φωνή της ήταν γνωστή...πολύ γνωστή για κάποια που έχω δεί μόνο μία φορά, να γυρνούσε λίγο για να έβλεπα έστω και μία λεπτομέρεια του πρωσόπου της.
Η περιέργεια με είχε φάει να την δω από κοντά, όμως πως θα μπορούσα να πάω σχολείο χωρίς να με καταλάβουν; Ο πατέρας μου είχε πει στην αστυνομία πως το έχω σκάσει και ότι έχω φαντασιόσεις, πως τάχα μου η μαμά αυτοκτόνησε και το πείρα τόσο βαρυά που τρελάθηκα, όντως τρελάθηκα...από το μίσος μου για εκείνον και την τσούλα του.

Η Ματωμένη Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang