{10.}

581 104 10
                                    

Τα δάχτυλα του κρατούσαν ανάμεσα τους μια τούφα των μαλλιών μου και την στριφογύριζαν απαλά. Τα πόδια μας σηκωμένα στον τοίχο και το βλέμμα μας κολλημένο στο ταβάνι.

Μια απλή Κυριακή ήταν βέβαια, αλλά ήταν απο τις όμορφες Κυριακές, που έχεις την επιθυμία να ζήσεις, να βγεις έξω,να περπατήσεις στο άκουσμα των πουλιών. Ο καιρός έχει φτιάξει πλέον και η άνοιξη μπήκε φέρνοντας μαζί της τον ήλιο και τα πρώτα μπουμπούκια.

Είχα πάρει την πρωτοβουλία να επισκεφτώ τον Hunter μόνη μου, χωρίς να επικοινωνήσω μαζί του πρώτα. Πήρα και μια μπανάνα να του δώσω μόλις φτάσω αφού ξέρω πως είναι απτά αγαπημένα του φρούτα.
Όταν με είδε στην πόρτα φάνηκε αρκετά χαρούμενος.

Η φωνή του έσπασε την σιωπή.
"Bella?" Είπε απαλά.

"Μμ;"

"Τίποτα."
Γύρισα και τον κοίταξα.

"Πες."

"Τίποτα, απλά ήθελα να μιλήσω, βαριέμαι.." είπε δραματικα αφήνοντας την τούφα των μαλλιών μου.
Γύρισε μπρούμυτα στο κρεβάτι του και με κοίταξε.
"Πάμε κάμπινγκ;" είπε ξαφνικά.

Ήταν ξαφνικό, γουρλωσα τα μάτια μου και γέλασα. "Πως σου ήρθε αυτό;"

"Δεν έχω ιδέα." Είπε γελώντας.

Ένιωθα γαλήνη. Ενα συναίσθημα τόσο όμορφο, ενοιωθα λουλούδια, αν η ψυχολογία μου αυτήν την στιγμή που μιλάμε μπορούσε να περιγραφτει, θα ήταν λουλούδια, όλων των ειδών.
Την επόμενη στιγμή μπορεί να ήταν αγκάθια, κανείς δεν ξέρει.

Κοντά στον Hunter πάντα ένιωθα έτσι, όμορφα. Ήρεμα και όμορφα. Είτε μιλάμε είτε όχι νιώθω σαν να βρίσκομαι σπίτι, δεν εννοώ φυσικά την οικία, αλλά ότι ανήκω κάπου. Έτσι δεν νιώθω ούτε με την οικογένεια μου.

Ποια οικογένεια άλλωστε; Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ιδέα απο οικογένεια. Ο καθένας στον κόσμο του, πολύ αμφιβάλω αν ο πατέρας μου γνωρίζει για τις επισκέψεις του γείτονα μας στην κρεβατοκάμαρα τους .

Χρειάζομαι να ξεφεύγω απο εκεί, και ο Hunter είναι το καταφύγιο μου. Η μητέρα του μου στέκεται περισσότερο σαν μάνα παρά η δικιά μου. Είμαι πραγματικά ευγνώμων που τους γνωρίζω.

Οι ακτίνες του ηλίου εισέβαλλαν μέσα απο τα μισόκλειστα παραθυρόφυλλα δίνοντας στο δωμάτιο ένα καφετί-πορτοκαλί χρωμα. Γύρισα για χιλιοστή φορά να δω το αγόρι που ξάπλωνε ξέγνοιαστος με κλειστά τα μάτια.

Είναι τόσο όμορφος.
Οι ξανθές μπούκλες πέφτουν ομοιόμορφα στο μέτωπο του και οι σκούρες,πυκνές βλεφαρίδες του σφραγίζουν τα μάτια του.

Χωρίς να το ελέγχω δημιουργείται μια χαλαρή καμπύλη στα χείλη μου στην εικόνα που αντικρίζω. Το κάποτε μικρό αγόρι που ήξερα είχε πλέον μεγαλώσει. Σωματικά. Εσωτερικά παρέμενε ο μικρός, προστατευτικός, ανέμελος Hunter μου.

Hunter's pov.

Με κλειστά μάτια, μπορούσα να την νιώσω να με κοιτάει. Χαμογελούσε.

Η αύρα της γέμιζε τον χώρο με χρωμα και διάθεση. Η παρουσία της έδινε ζωή στο νεκρό δωμάτιο.

Θα ακουστεί υπερβολικά άνανδρο για κάποιους, αλλά νοιωθω πεταλούδες στο στομάχι όποτε είναι κοντά μου.
Εξάλλου, δεν γίνεται ένας άνδρας να ερωτεύεται τόσο δυνατά που να νοιώσει πεταλούδες;

Θέλω όσο τίποτα να φιλήσω τον λαιμό, τα μάγουλα, τα μεγάλα πράσινα μάτια, την γεμάτη φακίδες μύτη, και τα κόκκινα χειλη της.
Κάθε εκατοστό του σώματος της.

Αλλά για αυτήν είμαι ο φίλος της.

Friendzoned.

"Πάμε να φάμε παγωτό;" ψυθίρισε στο αυτι μου. Ανατρίχιασα.

"παγωτό;" γύρισα και την κοίταξα.

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.

"Καλά. Δώσε μου μισό λεπτό."

Σηκώθηκα απο το κρεβάτι και πήγα βιαστικά κάτω να δω που είναι mη μαμά μου. Είχανε την δω απο το προηγούμενο απόγευμα. Έχω συνηθίσει να ελέγχω που είναι ή αν είναι καλά. Συνήθισα να έχω το άγχος μην πάθει τίποτα.

Δεν ήταν σπίτι. Πάλι.

Neglected.Where stories live. Discover now