Κεφάλαιο 3ο

347 80 70
                                    

-Η Θεοδώρα ήταν πόρνη, έκανε σεξ σόου με χήνες. 

Η καθηγήτρια της ιστορίας, μας έλεγε διάφορα κουτσομπολιά για την γυναίκα του Ιουστινιανού. Αυτό με τις χήνες μας το έλεγε λίγο πιο συχνά. Η κυρία Παπαδοπούλου ήταν λίγο τρελιάρα. Είχε κόκκινα κοντά μαλλιά, σαν να τα έχει βάψει με ιώδειο, με μία μακριά μπλε τούφα από πίσω. Ήταν παχουλή και μύριζε αλκοόλ. Τα τεράστια γυαλιά πρεσβυωπίας έκρυβαν τους μαύρους της κύκλους. Φαινόταν τελείως ψυχάκιας, αλλά εγώ την εκτιμώ αφάνταστα αυτή τη γυναίκα, δεν ξέρω.

-Όταν θα σας λένε πως ήταν αγνή επειδή ήταν με τον Ιουστινιανό, κάνετε λάθος! Ήταν γνωστή εταίρα στον ιππόδρομο!

Γύρισα ένα λεπτό τα μάτια μου προς τον Βύρωνα. Είδα πως είχε κάτσει σταυροπόδι και τράβαγε τις τρίχες του ποδιού του, ενώ δάγκωνε το κάτω χείλος του. Αν εξαιρέσεις ότι τράβαγε τις τρίχες του ποδιού του, ήταν πολύ ωραίος. Ξαφνικά με κοίταξε και εκείνος. Εγώ γύρισα απότομα τη ματιά μου στον πίνακα και έκανα πως κοίταζα το σκίτσο της Θεοδώρας με τις χήνες που είχε κάνει η κυρία. Το κουδούνι χτύπησε. Όλοι ξαφνικά ζωντάνεψαν και βγήκαν έξω φωνάζοντας. Πήγα το απουσιολόγιο στην έδρα και η καθηγήτρια μου χαμογέλασε. Βγήκα και εγώ και πήγα στο κυλικείο. Είχε πολύ κόσμο. Μπήκα μπροστά και αγόρασα ένα κουλούρι.

Ξαφνικά άκουσα μία κραυγή και ένιωσα ένα ζεστό και βρωμερό αέρα να χτυπάει το σβέρκο μου. Γύρισα και είδα έναν τσούλο να φωνάζει στη κυρία στο κυλικείο. Ειλικρινά είχε τόσο παράξενη φωνή, σαν να του είχε κολλήσει μία κατσίκα στον λαιμό. Συνέχισε να φωνάζει, ε και εγώ δεν άντεξα.

-Βλαχαδερή βλαχάρα επίτηδες κάνεις τη Σακίρα ή σου βγαίνει φυσικά;

Με κοίταξε και σταμάτησε να φωνάζει. Χαμογέλασα ευχαριστημένη και έφυγα. Πήγα προς το εσωτερικό του σχολείου. Η Ευρυδίκη, η Δανάη και η Ευτέρπη κάθονταν σε έναν κύκλο και συζητούσαν. Είχαν όλες τόσο τέλεια ονόματα, ενώ εμένα με έλεγαν όπως όλη την υπόλοιπη Ελλάδα.

-Γεια!

-Τσα.

Μου χαμογέλασαν και εγώ ανασήκωσα τα φρύδια μου, πλέον δεν χαιρετάω καν τους ανθρώπους απλά τους κάνω νοήματα με τα φρύδια μου. Η Δανάη συνέχισε να μιλάει με την Ευτέρπη για έναν από την τρίτη και η Ευρυδίκη άκουγε με προσοχή. Εμένα δεν μου αρέσει να μιλάω ιδιαίτερα για γκομενικά, αλλά για τι να μιλάμε, για μαθήματα;

-Κορίτσια, το θέμα είναι πως μου έχει πει πως θέλει να κάνουμε παρέα, αλλά δεν κάνει ποτέ τίποτα! είπε η Δανάη.

-Όταν έρχεται για να κάνετε παρέα τρέχεις να κρυφτείς

-Δεν φταίω εγώ, με διώχνει με το βλέμμα του! Άσε που προσπαθεί να με κάνει να ζηλέψω με εκείνη την ξινή την ξανθιά!

-Εσύ πας και τρίβεσαι στον Επαμεινώνδα για να τον κάνεις να ζηλέψει.

-Άλλο αυτό. Εμείς είμαστε φίλοι!

-Και εκείνος με εκείνη ήταν συμμαθητές στο νήπιο και τώρα αυτή μένει στην Παπούα-Γουινέα.

-Άλλο αυτό!

Ξεφύσηξα και έφυγα. Δεν είχε χτυπήσει ακόμα το κουδούνι. Πήγα στην τάξη μας η οποία δεν κλειδώνει, άρα έχουμε απεριόριστη πρόσβαση. Η κυρία Παπαδοπούλου ήταν ακόμα μέσα. Έτρωγε μπισκότα νταϊτζέστιβ μέσα από ένα σακουλάκι νάιλον. Μου είπε να περάσω και μου προσέφερε μπισκότο. Αρνήθηκα ευγενικά και κάθισα στο θρανίο μου.

-Είδα στο απουσιολόγιο πως ο Επαμεινώνδας θα μείνει.

-Έχει ακόμα 6 απουσίες.

-Εντάξει.

Σηκώθηκε με βαριά βήματα και με πλησίασε.

-Μαρία μου, να ξέρεις κάτι από τη ζωή: ό,τι αξίζει μένει.

Μόλις τελείωσε τη φράση, τύλιξε το σακουλάκι με τα μπισκότα και βγήκε από την τάξη. Έμεινα να κοιτάω την πόρτα.

Τσούλοι & Τσούλες Onde histórias criam vida. Descubra agora