PART 5

59 7 0
                                    

Το ταξί σταμάτησε μπροστά από το σπίτι του Τόνυ.Επιτέλους!Τα όνειρά μου γίνοται πραγματικότητα.Μπορεί να νομίζετε ότι τα παραλέω,αλλά εγώ έτσι αισθάνομαι.Έχετε νιώσει ποτέ εθισμένη/-ος με κάποιον;Να μην μπορείτε να τον βγάλετε από το μυαλό σας ακόμα και αν το θέλετε; Έτσι νιώθω για τον Τόνυ.

Ανοίγω την μαύρη σιδερένια πόρτα της αυλής και μπαίνω.Τεράστια αυλή!Πολύ όμορφα στολισμένη αν και δεν βλέπω καλά από το σκοτάδι.Γλάστρες δεξιά και αριστερά γεμάτες άνθη και αρωματικά φυτά.Υπάρχουν και γύρω στα 3-4 ψηλά δέντρα,δεν είμαι σίγουρη,δεν μπορώ να διακρύνω.Κάπου παραπέρα μια λευκή πολυθρόνα και ένα κοντό γυάλινο τραπεζάκι,από αυτά εξωτερικού χώρου.Εντομεταξύ όλη αυτή την ώρα δεν είχα καταλάβει πως περπατούσα σε ένα 'μονοπάτι' από πέτρες-πλακάκια.Πολύ ρομαντικό.

Φτάνω μπροστά απο την πόρτα.Έχω πολύ άγχος,δεν θα το κρύψω.Εντάξει πρώτη φορά ραντεβού και μαλιστά με τον 'στόχο' μου.Φτιάχνω λίγο τα μαλλιά μου,ελέγχω και το φόρεμα και χτυπάω την πόρτα.Δεν αργεί να ανοίξει.Αντικρίζω τον Τόνυ.Παναγία μου!Πόσο πιο ωραίος; Φοράει υπέροχα μπλέ παπούτσια από αυτά που φορούν στην τηλεόραση,μπορντό παντελόνι με σηκωμένα τα ρεβέρ και ένα μπλε πουκάμισο με  λευκούς φοίνικες.Και βέβαια το αστραφτερό του χαμόγελο.Μάλλον καρφώθηκα.Δεν ξέρω.Δεν με νοιάζει.Δεν χορταίνω να τον κοιτάω.
- " Μπιάνκα; " μου λέει αλλά δεν τον άκουσα.
- " Μπιάνκα; " και με ακουμπάει στον ώμο.
- " Εε;Καλημέρα" λέω με πίεση 300.
- " Δεν ξέρω αν παρατήρησες το φεγγάρι " λέει και γελάει ελαφρά.
Γυρνάω και βλέπω ότι είναι νύχτα.Μα ναι σωστά!Ποο είμαι πολύ χαζή λέω απο μέσα μου.
- " Ναι σωστά..Αφαιρέθηκα " λέω ντροπαλά.
- " Πέρασε " μου λέει ευγενικά.

Μπαίνω μέσα.Όσο εκθαμβωτικός ήταν ο κήπος,το 10πλάσιο ήταν το εσωτερικό του σπιτιού.Απαλοί γκρι τοίχοι,μοντέρνα έπιπλα και διάφορα βάζα.Ένας εκφαμβωτικός πολυέλαιος δέσποζε στο ταβάνι του σαλονιού.
- " Από δω είναι η τραπεζαρία.Βολέψου μέχρι να φέρω τα φαγητά ". μου λέει και μου δίχνει την κατεύθυνση.
Κρεμώ την τσάντα και το παλτό μου στον καλόγερο και κάθομαι στην καρέκλα.Παρατηρώ γύρω μου.Μμμ...Ωραίο φωτιστικό και εδώ.Οπα!Ο Κρις είπε πως πρέπει να είναι κλειστά τα φώτα.Σηκώνομαι και ψάχνω για τον διακόπτη.Μα καλά κρυμμένο τον έχουν; Ααα τον βρήκα.Κλείνω αμέσως τα φώτα και ψάχνω για κεριά.Βρήκα κάποια σε ένα συρτάρι και τα ανάβω με τον αναπτήρα μου.Και βέβαια έχω αναπτήρα αφού καπνίζω.Αα δε σας το είχα πει; Εε το μάθατε τώρα λοιπόν!Ανάβω τρία κεριά και τα βάζω το ένα δίπλα στο το άλλο κατά μήκος του τραπεζιού.Ξαφνικά ακούω βήμματα.
- " Τι έγινε ; " λέει ο Τόνυ.
- " Εμμ,μάλλον κόπηκε το ρεύμα..." απαντάω νευρικά.
- " Παράξενο.Στην κουζίνα έχει φώτα" λέει σκεπτικά,όσο μπορούσα να διακρύνω από τα κεριά.Κοκκίνισα και δεν ήξερα τι να πω.
- " Μπορεί να κάηκε η λάμπα." λέει και με βγάζει από την δύσκολη θέση.
- " Ίσως..." λέω με ανακούφηση.
- " Τέλος πάντων κάπως θα βολευτούμε και έτσι."
- " Ναι " απαντώ
Έστρωσε και φάγαμε.Κινέζικο φαγητό.Ήταν πολύ νόστιμο.Του βγάζω το καπέλο.Πραγματικά το έκανε αυτός;Τον λατρεύω.Μάζεψε τα πιάτα και μετά με πλιασιάσε.
- " Πάμε έξω;" ρωτά
- " Ναι " του λέω.
Παίρνω το παλτό και την τσάντα μου και βγαίνω.Καθόμαστε στην λευκή πολυθρόνα που σας έλεγα πριν.Επικρατεί σιωπή.
- " Κρύο " μου λέει.
- " Ναι " του λέω.
Μου δίνει την ζακέτα του.Μύριζε υπέροχα.
- " Μπιάνκα,πρέπει να σου πω κάτι.Πάει καιρός που θέλω να σου μιλήσω ". μου λέει.
Η καρδιά μου φτερουγίζει.Μάλλον-Μάλλον θα μου πει πως με αγαπά.Άλλωστε γιατί με φώναξε σπίτι του και μου έδωσε την ζακέτα του;Αχ είμαι τόσο ενθουσιασμένη!
- " Πες μου " λέω γεμάτη αγωνία.
- " Θέλω.....Θέλω...Να μιλήσεις στην Κέλλυ για εμένα.Έχω πολύ καιρό που την παρατηρώ.Μου αρέσει πάρα πολύ.Είναι νομίζω η πιο όμορφη κοπέλα που έχω δει.Θα της μιλήσεις;"

Πάγωσα.Έχασα τα λόγια μου.Όχι.Δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό.Ψέματα.Είναι εφιάλτης.
- " Μπιάνκα;Μπιάνκα μ'ακούς; "
- " Σε μισώ!Είσαι ηλίθιος!Είσαι σαν όλους τους άλλους.Ένας βλάκας!Εγώ..εγώ σε εμπιστεύτηκα..."
- " Για ποιό πράγμα μιλάς ; Τι εννοείς;"
- " Δεν μπορείς να καταλάβεις...Ποτέ δεν θα καταλάβεις!"
Φεύγω κλαίγοντας.Ανοίγω την μαύρη πόρτα της αυλής η οποία έχει γίνει πλέον πολύ βαριά.Ίσως απ'τον πόνο μου.Προχωράω και μπροστά μου ένας κάδος.Τυχαία βλέπω μέσα κουτιά απο κινέζικο εστιατόριο.
- " Μ'αρέσει που μαγείρεψες εσύ! " του φωνάζω από μακριά.
Σκίβει το κεφάλι του ντροπιασμένος.

Προχωράω.Βασικά δεν προχωράω,τρέχω.Πέρνω τις γόβες στα χέρια μου και τρέχω.Δεν θέλω να πάω σπίτι.Θα πάω στον Βράχο.Στον πιστό μου φίλο.Λίγο πριν φτάσω βλέπω να κάθονται πάνω του.Πλησιάζει και ιδού το δεύτερο σόκ για απόψε.Ο Κρις να φιλιέται με την Αριάνα.Στον Βράχο μου.Στον δικό μου βράχο.Δεν το πιστεύω!Έφερε την γκόμενά του στον Βράχο.Στο κρυφό μου μέρος.Του είχα εμπιστοσύνη!Πως μπόρεσε.

Φεύγω πλέον με επιδυνωμένο κλάμα προς το σπίτι μου.Δεν είχα που αλλού να πάω.Ευτυχώς η μητέρα μου λείπει.Μπαίνω και ξαπλώνω έτσι όπως είμαι.Απλά δεν θέλω να σκέφτομαι τίποτα και κανέναν.Θέλω να απαλλαγώ από αυτόν τον κόσμο...



Πολύ άτυχη η Μπιάνκα.Δύο χτυπήματα σε λιγότερο από μια ώρα.Υπομονή Μπιάνκα.Εμείς τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο!

Η ΦλόμπαWhere stories live. Discover now