"Είμαι 4 χρονών. Πάω μεγάλα νήπια. Παίζαμε μπάλα με τους φίλους μου και ένα παιδάκι μου είπε ότι κλοτσάω σαν κορίτσι. Τα υπόλοιπα παιδιά αρχίζουν να γελάνε και τρέχω στη νηπιαγωγό μου να την ρωτήσω γιατί είναι κακό να κλοτσάω σαν κορίτσι. Εκείνη σηκώνει τους ώμους και μου λέει ότι μάλλον πρέπει να αφήσω την μπάλα και να παίξω με τις κουκλίτσες μου. Μου λέει ότι όταν μεγαλώσω θα καταλάβω. Εγώ όμως δεν καταλαβαίνω. Είμαι 7 χρονών και πάω δευτέρα δημοτικού. Την ώρα του διαλείμματος ένας συμμαθητής μου, μου σήκωσε τη φούστα την ώρα που παίζαμε κυνηγητό. 'Οταν τον ρωτάω γιατί το έκανε, εκείνος γελάει και λέει πως το έκανε για πλάκα. Εγώ όμως γιατί δεν γελάω; Είμαι μόλις 10 χρονών όταν μου έρχεται η πρώτη μου περίοδος. Δύο συμμαθητές μου, ψάχνουν την τσάντα μου και βγάζουν δύο μικρές σερβιέτες από την εσωτερική θήκη. Τις κρατούν πάνω από το κεφάλι μου και με γελοιοποιούν σε όσα παιδιά κοιτάνε. Η δασκάλα μου τους σταματά και με παίρνει παραπέρα. Με συμβουλεύει να μην νοιάζομαι γιατί είναι ανώριμοι. Δεν θα έπρεπε να στεναχωριέμαι. Εγώ όμως γιατί κλαίω; Το γυμνάσιο έχει αρχίσει και είμαι πλέον 13 ετών. Δευτέρα γυμνασίου, Ιούνιος. 'Εξω το θερμόμετρο χτυπάει κόκκινο. Ο διευθυντής μαζεύει τα κορίτσια και απαιτεί να μην ντυνόμαστε "σαν πόρνες" και ότι οι κοπέλες που θα ειδωθούν να φορούν σορτς θα γυρίσουν σπίτια τους με αποβολή. Τα αγόρια όμως είναι ελεύθερα να φορέσουν τις βερμούδες τους χωρίς καμία απολύτως επίπληξη. Γιατί μου είπαν ότι τα κορίτσια είναι αυτά που προκαλούν πάντα τους άντρες. Γιατί μου είπαν ότι εμείς φταίμε όταν αυτοί αποφασίζουν να κάνουν τις κινήσεις τους πάνω μας. Εγώ όμως δεν θέλω να ακούσω άλλο. 17 ετών πλέον. Σε σχολικό χορό δευτέρας λυκείου ένα αγόρι μου πιάνει τον κώλο και προσπαθεί να με στριμώξει σε μια γωνία. Φεύγω τρέχοντας και όταν βρίσκω τον πρώτο καθηγητή στο δρόμο μου του λέω τι συνέβη. Αυτός πάει να ψάξει το αγόρι αλλά πρώτα μου λέει ότι ίσως τον προκάλεσα εγώ. 'Ισως να φταίω και εγώ. 'Ισως όμως να μην φταίω τελικά. Φτάνω επιτέλους τα 20. Φοιτήτρια πια. Χωρίζομαι από τους φίλους μου μετά την έξοδο και γυρνάω σπίτι. Και μόλις χάνομαι απότα μάτια τους τρέχω με το κινητό στο χέρι. Γιατί είδα μόλις δύο άντρες να στρίβουν μαζί μου και φοβάμαι. Γιατί με ακολουθούν και με αναγκάζουν να χωθώ σε μια ταβέρνα που την ώρα έκλεινε για να προστατευτώ. Ο νεαρός σερβιτόρος μου προσφέρει ένα ποτήρι νερό και μου λέει ότι όλα είναι εντάξει. 'Ομως δεν είναι. 25 χρονών λοιπόν και είμαι σπίτι. Μόνη με ερωτήματα που δεν πρόκειται να απαντηθούν. "Θέλω να ελευθερωθώ" λέω στον εαυτό μου και πιέζω τη λεπίδα μέσα στις γραμμές που κυλλάει το αίμα μου. Επιτέλους χαμογελάω και είναι όλα εντάξει. 'Ολοι οι άλλοι όμως γιατί κλαίνε;
ΠΟΣΟ ΕΝΤΑΞΕΙ ΣΟΥ ΦΑΝΗΚΑΝ ΟΛΑ ΑΥΤΑ;