Η αρχή του τέλους

847 22 8
                                    

Το ξυπνητήρι χτύπησε μετά από εβδομάδες ξεκούρασης, για να καλωσορίσει και αυτό με τη σειρά του τη νέα χρονιά. Ο Παύλος πήρε τελικά την απόφαση και σηκώθηκε από το απαλό και ζεστό του κρεβάτι. Εντάχθηκε αρκετά εύκολα στο παλιό του πρόγραμμα, όσο κι αν δεν το ήθελε, όσο κι αν επιθυμούσε να μπορούσε να κάτσει σπίτι του για μία ακόμη βδομάδα. Πήγε στο μπάνιο και στη συνέχεια κατέβηκε στη κουζίνα όπου βρισκόταν η υπόλοιπη οικογένεια, όπως συνήθιζε.

Ο Παύλος ήταν μέλος μίας πενταμελούς οικογένειας. Ήταν το μεσαίο από τα τρία παιδιά. Ξανθά, ελάχιστα μακριά μαλλιά, καφέ- λαδί μάτια σε σχήμα αμυγδάλου. Λεπτή, γαλλική θα έλεγε κανείς μύτη, λεπτά χείλη, με το πάνω να σκεπάζει ελαφρώς το κάτω, σχεδόν ανύπαρκτο χείλος, τα οποία είχαν ένα χλωμό χρώμα, όπως και όλο του το πρόσωπο, από τότε που γεννήθηκε. Το σώμα του, αρκετά γεροδεμένο, περισσότερο εξ αιτίας του σωματότυπου και λιγότερο εξ αιτίας της ήπιας γυμναστικής. Κοινωνικός, γεμάτος αυτοπεποίθηση. Είχε ό,τι κάθε έφηβος επιθυμεί: φίλους, κοπέλα, δημοσιότητα, ικανοποιητικούς βαθμούς και καλή σχέση με την οικογένειά του.

«Καλημέρα γλυκέ μου, πώς κοιμήθηκες;»

«Καλά, μια χαρά» απάντησε και άρπαξε ένα κομμάτι κέικ, ενώ συγχρόνως κάθισε στη συνηθισμένη του θέση. Δεξιά του καθόταν ο Αντώνης, ο μεγάλος του αδερφός, και απέναντί του η μητέρα του. Η Εύη, η αδερφή του, και ο πατέρας του είχαν φύγει προηγουμένως.

«'Ααχ, δεν σκέφτηκα να πω στον πατέρα σου να σε πάει και εσένα μέχρι το σχολείο» είπε η μητέρα του.

«Δεν είναι ανάγκη, θα πάω με την Αλεξάνδρα και τα παιδιά. Φεύγω τώρα, θα με περιμένουν» φίλησε τη μητέρα του, χαιρέτησε τον αδερφό του, άρπαξε το σακίδιό του και έφυγε.

Μόλις βγήκε από την εξώπορτα, άναψε ένα τσιγάρο και έστριψε δεξιά προς το σπίτι του Μανώλη. Ανέβηκε τα σκαλιά και χτύπησε το κουδούνι. Καθώς η πόρτα άνοιξε στο κατώφλι φάνηκε ο πατέρας του Μανώλη. Ο Παύλος τράβηξε απότομα το χέρι με το οποίο κρατούσε το τσιγάρο πίσω από την πλάτη του. Ο πατέρας του φίλου του τον κοίταξε αποδοκιμαστικά. Φώναξε τον γιο του και έφυγε. Σε λιγότερο από ένα λεπτό ο Μανώλης είχε βγει και κλείσει την πόρτα πίσω του.

Τα δύο αγόρια χαιρετήθηκαν χρησιμοποιώντας μία δικιά τους χειραψία και στη συνέχεια, χωρίς καθυστέρηση ο Μανώλης πήρε το τσιγάρο από το χέρι του Παύλου.

«Τι έγινε ρε συ, πως ήταν οι διακοπές;» ρώτησε ο Μανώλης.

«Διακοπές είναι, πώς θες να ήταν; Σπίτι, συγγενείς, τραπέζια, δώρα και τα λοιπά, όπως κάθε χρονιά.» Άρπαξε το τσιγάρο από το χέρι του, τράβηξε μια ρουφηξιά και το πέταξε στο πεζοδρόμιο.

Η αρχή του τέλουςDove le storie prendono vita. Scoprilo ora