Οικογένεια

51 9 0
                                    

Δεν ξέρω πόσος καιρός είχε περάσει από τη μέρα που η Άνκε και η μαμά Λίζα είχαν φύγει. Μάλλον όμως ήταν πολύς καιρός γιατί είχα δει πολλές φορές τα δέντρα να γεμίζουν πράσινα φύλλα και μετά να τα χάνουν ξανά. Στο μυαλό μου είχα ακόμα τα λόγια της μαμάς Λίζα: 

''Κάποιος θα τον δει και θα τον υιοθετήσει'' 

Κάθε μέρα περίμενα εκείνον τον ''κάποιον'' να έρθει μα εκείνος δεν έλεγε να φανεί ποτέ. Ένιωθα το τρίχωμά μου βρώμικο και απεριποίητο. Πολλές μέρες πεινούσα καθώς δεν έβρισκα τίποτα καλό στα σκουπίδια. Αλλά και να έβρισκα, υπήρχαν άλλες τόσες γάτες σαν κι εμένα που έψαχναν και εκείνες φαγητό και τις περισσότερες φορές το έβρισκαν πρώτες. 

Η αλήθεια είναι, πως είχα δει πολύ κόσμο στη ζωή μου. Ειδικά όταν καθόμουν πάνω ή κοντά σε κάποιο παγκάκι: Ζευγάρια που σχεδίαζαν τον γάμο τους, γονείς που κοιτούσαν τα παιδιά τους να παίζουν, γιαγιάδες και παππούδες που στεκόταν για λίγο να ξαποστάσουν και να συνεχίσουν τη καθημερινή τους βόλτα, άνθρωποι μόνοι με βιβλία, με τσάντες... Άνθρωποι χωρίς σπίτι ή οικογένεια. Τολμώ να πω, πως εγώ συμπαθούσα πάντα περισσότερο εκείνους τους μόνους ανθρώπους. Στεκόταν σε μια γωνιά και έτσι είχα χώρο να καθίσω κοντά τους. Άκουγα έναν ήχο να βγαίνει από μέσα τους που αν μπορούσα θα ήθελα να τον βγάλω κι εγώ. Έναν βαθύ αναστεναγμό και μετά τίποτα άλλο... Άλλες φορές κοιτούσαν τον δρόμο, άλλες τα πόδια τους και άλλες εμένα. Τους καταλάβαινα τους ανθρώπους αυτούς. Ήταν μόνοι τους, όπως ήμουν κι εγώ. Ήταν στενοχωρημένοι, όπως εγώ. Ήταν ο εαυτός μου σε ανθρώπινη μορφή. Και ένιωθα πως είχαμε τόσα κοινά. Γιατί τις περισσότερες φορές οι μόνοι άνθρωποι δεν είναι μόνοι από επιλογή αλλά από ανάγκη. 

Με τον καιρό, έβλεπα τα συναισθήματά μου για την Άνκε και τους γονείς της να αλλάζουν μέσα μου. Ό,τι ένιωθα για την Άνκε γινόταν όλο και πιο θολό που στο τέλος θα νόμιζα πως σχεδόν είχε εξαφανιστεί. Τα συναισθήματά μου για τους γονείς της όμως συνέχιζαν να είναι έντονα μέσα μου, αρνητικά αυτή τη φορά. 

Τις τελευταίες μέρες, δεν ένιωθα τόσο καλά. Κρύωνα και ένιωθα αδύναμος. Σταμάτησα να πηγαίνω στα παγκάκια, καθόμουν τυλιγμένος πάνω σε ένα κομμάτι από χαρτόκουτο, σαν αυτό που η Άνκε έβαλε μέσα όλα της τα πράγματα πριν με αφήσει. Το επόμενο πρωινό, ξύπνησα κάπου εντελώς διαφορετικά μα ταυτόχρονα γνώριμα: Στο ιατρείο του κυρίου Μίχαελ. 

''Ευτυχώς τον προλάβατε, θα χανόταν από πνευμονία''  είπε σε μια μεγάλη κυρία, σχεδόν μεγαλύτερη από τη μαμά Λίζα. 

Τα πρώτα Χριστούγεννα του KeksWhere stories live. Discover now