Βανέσα side:
Αφού έφυγε η Κάθριν σήκωσα το τηλέφωνο για να παραγγείλω πίτσα
-Ναι, Μύρωνα? μια γνώριμη βαθιά φωνή ακούσστηκε από την άλλη πλευρα της γραμμής Η Βανέσα είμαι... ενημέρωσα μαζώντας την άκρη από το νύχι του δείκτη μου ...τη συνηθισμένη θα ήθελα και 2 CocaColes και...
Άκουσα βήματα στο διάδρομο συνοδευόμενα από μια γνώριμη μελωδία. Με μια γρήγορη κίνηση πετάχτηκα στο χολ και κοίταξα από το ματάκι της εξώπορτας... ο Φαίδωνας!
-Ναι... Βανέσα? άκουσα τη φωνή του Μύρωνα να ρωτάει ανήσυχος από το τηλέφωνο
-Ναι, ναι... Μύρωνα... επειβαιβέωσα πως ήμουν ακόμα εκεί και τον άκουσα να ξεφυσάει από ανακούφιση ..κάνε τες δύο τις πίτσες και μαζί με τις CocaColes φέρε και 2 μπύρες... και γρήγορα! απάντησα και έκλεισα το τηλέφωνο πριν προλάβει να φέρει αντίρρηση, αφού σιγουρεύτηκα να πω "παρακαλώ" πρώτα
-Hey! Φαίδωνα! αναφώνησα ανοίγοντας την πόρτα, κοιτώντας διακριτικά στον καθρέφτη δίπλα από την εξώπορτα. για να σιγουρευτω πως η εμφάνιση μου δεν ήταν απολύτως αποκρουστική
Αντιθέτως: τα μαλλιά μου, αν και είχαν ακόμα μερικούς κόπους- αφού είχα βαθερεί θα τα χτενίσω όταν έκανα μπανιο- ήταν πιασμένα σε μια χαλαρή αλογοουρά λίγο πιο πάνω από το σβέρκο μου, με τις κόκκινές μπούκλες μου να πλαισιώνουν τον λαιμό μου και το γιακά από το τζιν πουκάμισο μου να καλύπτει τις άκρες που ήταν ακόμα νωπές. Το ελαφρύ μακιγιάζ στα μάτια μου ολοκλήρωνε την εμφανισή μου και ταίριαζε απόλυτα με το σορτσάκι μου
-Hey μικρό! είπε παινχδιάρικα και πλησίασε την πόρτα μου, καλύπτωντας ολόκληρο το οπτικό μου πεδίο, κρύβοντας τον ήλιο από πίσω του, κάνοντας τια αχτίδες να πέφτουν στα πλευρά του, φωτίζωντας τον σχεδόν αγγελικά.
Το μισούσα όταν με έλεγε "μικρό" και έτσι συνοφρύωσα τα φρύδια μου
Καλά... μην κλάψεις κιόλας... μικρό ΜΟΥ! χαμογέλασε, τονίζοντας το "μου" χαιδέυοντας το μάγουλό μου με τον αντίχειρά του, αφήνοντας φωτιές πίσω του, με κάθε κίνηση που εκανε
-Λοιπόν παρήγγειλα πίτσα... θες να έρθεις? πρότεινα απλά Δεν είναι οι γονείς μου εδώ, η Μιράντα βγήκε με την παρέα της και ο Χρίστος έχει τους τελικούς σήμερα... εξήγησα και έτσι... έγνεψα, προσκαλώντας τον μέσα
Με φίλησε στο μέτωπο και μπαήκε στο σπίτι, χαμογελώντας πλατιά
Κάθισε στον καναπέ και άφησε τον σάκο του να γλιστρήσει από τον γυμνασμένο ώμο του στο πάτωμα δίπλα στην πολυθρόνα