ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΩΡΕΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ
Κάθριν side:
Γυρίζω σπίτι από την προπόνηση. Βάζω το κλειδί στην κλειδαρότρυπα και το γυρνάω τέσσερις φορές. «Μμμμ, κλειδωμένα! Πού είναι πάλι ο Τζόνης?» σκέφτομαι καθώς μπαίνω στο σπίτι.
Παρατάω τον σάκο του πόλο δίπλα στην σκάλα. Βγάζω τα παπούτσια μου και περπατάω με τις ιδρωμένες κάλτσες μου ως την κουζίνα. Παίρνω το τηλέφωνο και καλώ τον Τζόνη.
-ΗΕΥ, BABYBRO!!! του λέω μόλις το σηκώνει
-ΗΕΥ, SIS!!! απαντάει και ακούω μια γυναικεία φωνή να λέει «Τζόνη, σειρά σου…». Σιωπή για μερικά λεπτά…
-Εεεε… πρέπει να κλείσω… τα λέμε στο σπίτι σε κανά μισάωρο…
-Τζόνη??? Πού είσαι???...
-Εεεε… δεν μπορώ να σου πω… α! και αν έρθει η μαμά πες πως βγήκα με τα παιδιά… ΟΚ?
Μου λέει και κλείνει το τηλέφωνο…
-Μα πού στο καλό είναι αυτό το παιδί…??? μονολογώ… καλά όχι ότι με νοιάζει απλά σκέφτομαι τη στιγμή που θα πρέπει να τον καλύψω στη μαμά… Πραγματικά θα φρικάρει όταν της πω πως βγήκε με τα παιδιά από το σχολείο… καλά όχι ότι είναι αλήθεια, την οποία δεν ξέρω άρα….
Χτυπάει το κινητό μου…
-Γεια σου Βανεσάκι μου… τι τρέχει? Τη ρωτάω και αρχίζω να αγχώνομαι λίγο. Νόμιζα θα τα λέγαμε το βράδυ… πριν προλάβω να τελειώσω την πρότασή μου ακούω την Βανέσα να κλαίει. Βανέσα… Βανέσα μου… τι έγινε… τι τρέχει??? Ακούω να λέει κάτι όμως δεν μπορώ να ξεχωρίσω τις λέξεις… Βανέσα… Βανέσα δεν καταλαβαίνω τι λες… σε παρακαλώ… ηρέμησε και πες μου… την ακούω να ρουφάει την μύτη της και έπειτα μου απαντά
-Ο… ο Φαίδωνας… δεν αντέχει και ξαναξεσπά σε κλάματα, όμως κάτι δεν μου αρέσει από την αρχή της πρότασης…
-Προσπάθησε να ηρεμήσεις… Βαθιές ανάσες… προσπαθώ να την ηρεμήσω και να καταλάβω τι συνέβη
-Ο Φαίδωνας είναι ερωτευμένος με την Μιράντα… λέει τελικά και νομίζω την ακούω να γελάει…
-Τι πράγμα!?!?! Οι λέξεις βγαίνουν από το στόμα μου χωρίς να το καταλάβω και ακούω την Βανέσα να συνεχίζει: Απορώ πως κρατήθηκα και δεν του έφερα το βάζο στο κεφάλι… Μήπως διακόπτω???
Τώρα είχε σταματήσει να κλαίει. Η φωνή της ήταν ουδέτερη, σχεδόν ψυχρή.
-Εεεεμ, μπα. ΟΧΙ. Βασικά μόλις πήρα τηλέφωνο τον Τζόνη και μου είπε να τον δικαιολογήσω στην μαμά, τα συνηθισμένα δηλαδή…
-Αλήθεια πού είναι πάλι αυτό το χαμένο κορμί?
-Πού να ξέρω? Λες να μου είπε?
-Καλά… θα τα πούμε το βράδυ… τα λέμε!
-Τα λέμε…
Κλείνω το τηλέφωνο και ακούω το κλειδί στην πόρτα να γυρίζει. «Μακάρι να είναι ο Τζόνης…» σκέφτομαι όμως ακούω την φωνή της μαμάς μου να λέει: «Παιδιά, είστε εδώ?». Επείδη δεν έχω καμία όρεξη να δικαιολογώ τον Τζόνη, προσπαθώ να κερδίσω χρόνο μπας και γυρίσει, παίρνω αθόρυβα την τσάντα μου από το πλατύσκαλο και ανεβαίνω δύο-δύο τα σκαλιά. Μπαίνω στο δωμάτιό μου και αφήνω την τσάντα μου. Παίρνω το ασύρματο ακουστικό μου, γεμίζω την μπανιέρα με ζεστό νερό. Κλειδώνω την πόρτα για σιγουριά και βυθίζομαι στην ευχάριστη απόλαυση και χαλάρωση…
Κάποια στιγμή κάποιος προσπαθεί να ανοίξει μανιωδώς την πόρτα. Χαμογελάω αλλά πάνω που πάω να απαντήσω ο Τζόνης με προλαβαίνει: «Άνοιξε μου sis!... Πριν η μαμά με τεμαχίσει…». Χωρίς να πολυσκεφτώ βγαίνω από την μπανιέρα, τυλίγομαι με την πετσέτα και ξεκλειδώνω την πόρτα του μπάνιου και τον τραβάω μέσα. Κοιτάω αν είναι η μαμά πίσω του, δεν την βλέπω και ξανακλειδώνω την πόρτα.
Κάθεται πάνω στο καπάκι της λεκάνης με το κεφάλι κατεβασμένο. Κάθομαι απέναντι του και αποσυνδέω το ακουστικό. Σταυρώνει τα χέρια του μπροστά από το στήθος του. Παρατηρώ κάτι στον πήχη του. Κάτι σαν σημάδι, όμως δεν μπορεί να είναι σημάδι ή χτύπημα γιατί πρώτη φορά το βλέπω. Παρατηρώ καλύτερα και διακρίνω μια σειρά από γράμματα. Μάλλον κατάλαβε πως το κοιτάω και μου δείχνει καλύτερα. Είναι ένα τατουάζ που γράφει: Μακάρι να ήσουν εδώ… Μπαμπάς με ωραία καλλιτεχνικά γράμματα.
Τον κοιτάω στα μάτια. Δεν λέει τίποτα. Βουρκώνω και αφήνω τις λέξεις να ειπωθούν από μόνες τους: Γιατί? Γιατί της το έκανες αυτό? Γιατί το έκανες στον εαυτό σου αυτό?