Το bonfire

18 2 2
                                    

Το πάρτι είχε πολύ κόσμο. Μερικοί λικνίζονταν στον ρυθμό. Άλλοι, από την άλλη πλευρά, συζητούσαν σε μικρές παρέες. Άλλοι πάλι, έπιναν κι γελούσαν.
- Τι θα πιείτε κορίτσια?, ρώτησε ένας μπάρμαν.
Καθόταν στον αυτοσχέδιο πάγκο και κερνούσε τον κόσμο ποτά, έχοντας ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.
- Εξαρτάται, είπε η Άννα και τα μάτια της άρχισαν να λαμπυρίζουν.
- Εξαρτάται? Από τι?, ρώτησε ο μπάρμαν γελώντας. Δεν πρέπει να ήταν πολύ πιο μεγάλος από μας. Το πολύ 2 χρόνια. Τα μαύρα μάτια του σπινθήριζαν στην θέα της φωτιάς που υπήρχε στην παραλία. Τα μαύρα μαλλιά του ήταν χτενισμένα στην τελευταία λέξη της μόδας. Ήταν πιασμένα πίσω σε ένα χαλαρό κότσο στην κορυφή του κεφαλιού του. Ήταν αρκετά γυμνασμένος και αυτό φαινόταν από τα μυώδη μπράτσα του.
- Ειδύλλιο εξελίσεται, ψιθύρισα γελώντας στην Είμι.
- Κατακτήσεις ο μπάρμαν, είπε.
Εκείνη την στιγμή η Έιμι κοκκίνισε και άρχισε να ζωγραφίζει κάτι στην άμμο με την άκρη του τακουνιού της.
- Έιμι?, ρώτησα. Τι έγινε?
Δεν απάντησε.
- Το ξέρω αυτό το ύφος., είπα.
Η Έιμι είναι έτσι όταν αυτός που της αρέσει είναι κοντά.
- Ποιος είναι, την ρώτησα χαμηλόφωνα.
- Κανείς., ψιθύρισε.
- Γεια σου Έιμι, είπε ένα ψηλό αγόρι.
Φορούσε γυαλιά και κρατούσε ένα βιβλίο. Το ξέρω αυτό το βιβλίο, σκέφτηκα. Είναι ποίηση, το διαβάζει ο μπαμπάς, θυμήθηκα.
- Αμάντα, είπα και του έτεινα το χέρι μου.
- Μπρούνο, είπε χαμογελώντας.
- Ααα, εσύ πρέπει αν είσαι ο φίλος της Έιμι.
- Ναι, είμαι σπουδαία προσωπικότητα, είπε γελώντας και κοκκινίζοντας ταυτόχρονα.
Μα πως το κάνει αυτό, σκέφτηκα.
- Παιδιά σας αφήνω μόνους σας να τα πείτε. Πάω μια βόλτα στην παραλία.
- Μα.. πήγε να πει η Έιμι, αλλά κάτι την ρώτησε ο Μπρούνο και έτσι απορροφήθηκε στην συζήτηση.
Άρχισα να περπατάω κατά μήκος της ακτής. Τα κύματα ερχόταν πού και πού και έβρεχαν τα πόδια μου, τα οποία, για καλή τους τύχη είχανε απελευθερωθεί από την βαρβαρότητα των τακουνιών μου. Μια μελωδία άρχισε να στροβιλίζεται στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Ξεκίνησα να την σιγοτραγουδώ. Τα κύματα έσκαγαν στην αμμουδιά και κάλυπταν τις πατημασιές που μόλις είχα αφήσει. Ο ήχος της μουσικής του πάρτι ακούγονταν αχνά και έδινε στην ατμόσφαιρα μια παράξενη μελαγχολία.
- Τι κάνεις εδώ πέρα μόνη σου Αμάντα?
Με το που άκουσα αυτή την φωνή, κρύος ιδρώτας με έλουσε. Ποιός ήταν αυτός? Την έχω ξανακούσει αυτή την φωνή. Κι αν ήταν?! Κι αν ήταν αυτός που με πήρε τηλέφωνο πριν?! Κι αν ήρθε για να με σκοτώσει?! Κι εκείνη την στιγμή κάποιος με έπιασε από την χέρι.
- Άσε με τρελέ μανιακέ!, φώναξα. Ξέρω ταεκβοντο!
- Γιατί πρέπει να μου φωνάζεις κάθε φορά που συναντιόμαστε?, είπε γελώντας...ο...Ράιαν?!
- Ράιαν?, με κατατρομαξες!
- Βλέπω διαβάζεις πολλά βιβλία μυστηρίου, είπε χαμογελώντας και αποκαλύπτοντας δύο σειρές κατάλευκων δοντιών. Τα καστανά μάτια του μαγνήτιζαν όποιον τα κοιτούσε. Αυτό το αγόρι είχε κάτι μαγικό στο βλέμμα του.
- Δεν ήταν από βιβλίο, ψέλλισα.
- Από τι ήταν?
- Από την πραγματικότητα.
- Τι?!
- Με πήρε κάποιος τηλέφωνο. Και με απείλησε ότι αν δεν σταματήσω να ψάχνω την αλήθεια.... Θα κάνει κακό στους δικούς μου ανθρώπους.
- Μα... αυτό πρέπει να το αναφέρεις στην αστυνομία.
- Ποιος θα με πιστέψει..., είπα και την ίδια στιγμή ένας λυγμός ανέβηκε στον λαιμό μου.
- Δεν σου πάει να είσαι στεναχωρημένη... καλά και τώρα είσαι  
γλυκούλα, αλλά είναι κρίμα να χαλάς την διάθεση σου για μια κακοστημένη φάρσα.
Δεν μπορούσα να μην χαμογελάσω και να κοκκινίσω σ αυτά που έλεγε.
- Πάμε να σε κεράσω κάτι?
- Πάμε.
Η μουσική ήταν αρκετά εκωφαντική για εμάς που είχαμε συνηθίσει εδώ και μισή ώρα στον παφλασμό των κυμάτων. Ήμασταν όπως αυτοί που έχουν συνηθίσει στο σκοτάδι πολλούς μήνες και ξαφνικά τους βγάζουν στον ήλιο....
Κι εμείς ήμασταν στο σκοτάδι, αλλά δεν ξέραμε αν θα καταφέραμε να βγούμε ποτέ από αυτό......

You've reached the end of published parts.

⏰ Last updated: Jan 16, 2018 ⏰

Add this story to your Library to get notified about new parts!

Summer ShareWhere stories live. Discover now