Chapter Two

18 3 0
                                    

Ευθεία μπροστά της μπορούσε να διακρίνει τα δέντρα. Έπειτα απο λίγα μέτρα στα αριστερά της απλωνόταν ο γκρεμός. Έκανε αμέσως κίνηση προς τα δεξιά. Έβαλε τα γυμνά της χερια στο έδαφος και έδωσε ώθηση φέρνοντας το κεφάλι μπροστά. Τα πόδια της με πολλή πίεση κουνήθηκαν και τελικά την σήκωσαν όρθια. Αμέσως ζαλίστηκε. Οι άκρες των ματιών της μαύρισαν. Η όραση της θόλωσε. Όχι τώρα. Η αναπνοή της επιταχύνθηκε. Όχι τώρα...Πήρε μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα. Είχε κατέβει κουτρουβαλώντας την απόσταση της πλαγιας που την χώριζε από τα δέντρα και τώρα κρυβόταν στην ασφάλεια που αυτά τις παρείχαν. Κάθισε κοντά σε μια εσοχή του βουνού όπου ο αέρας φυσούσε λιγότερο. Προσπάθησε να κάνει αυτό που της έλεγε πάντα η μητέρα της."Δες την θετική πλευρά ".
Μειδίασε. Ποιά θετική πλευρά; Τι δουλειά έχω εγώ εδω; Γιατί σε εμένα; Παρ'ολα αυτά αν η στολή της δεν ήταν αδιάβροχη η κατάσταση θα ήταν πράγματι πολύ χειρότερα. Με την θετική σκέψη να περιτριγυρίζει το μυαλό της και με το σκοτάδι να πέφτει πυκνό δίπλα της συνέχισε το περπάτημα. Δεν θα σταματούσε. Θα προχωρούσε όλη την νύχτα ώστε να μην είναι ορατή και θα έφτανε όσο πιο μακριά μπορούσε. Όταν θα ξημέρωνε έπρεπε να ασχοληθει με το τι θα ετρωγε , ανά τρία βήματα άκουγε το στομάχι της να διαμαρτύρεται. Δυστυχώς όμως το γόνατο της είχε άλλα σχέδια. Ο πόνος την διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα και ίσα που πρόλαβε να συγκρατήσει μια κραυγή που ανέβηκε στον λαιμό της. Έμεινε ακίνητη.

Έρωτας στο χιόνι.Where stories live. Discover now