Γιατί να είναι τόσο δύσκολο να αποστηθισεις ένα μάθημα ιστορίας;
Ο Ντάνιελ λέει ότι δεν συγκεντρωνομαι αρκετά. Μου πρότεινε να κάτσουμε να διαβάσουμε μαζί μια μέρα.
Στην θυμηση του ένα ασυναίσθητο χαμόγελο χαραζεται στο πρόσωπο μου. Εννοείται θα δεχτώ, ποια δεν θα ήθελε να διαβάσει με τον Ντάνιελ, τον πιο ωραίο του σχολείου;
Οι σκέψεις διακόπτονται από τον ήχο κλήσης του κινητού μου, το οποίο τρίζει πάνω στο γραφείο μου.
Πετάω το βιβλίο ιστορίας στο πλάι και με ένα σαλτο έχω σηκωθεί από το κρεβάτι. Καθώς πλησιάζω το γραφείο μου διακρίνω το όνομα που με καλεί.
"Μπαμπακας".
Απογοητευμένη, γιατί πίστευα ότι είναι ο Ντάνιελ, κάνω να πιάσω το κινητό όμως το χέρι μου σταματάει απότομα και μένει να αιωρείται πάνω από την οθόνη που ακόμα κουδουνιζει σαν δαιμονισμένη.
Τρεκλιζω προς τα πίσω και στηρίζω την πλάτη μου στον τοίχο.
Εικόνες του ξαπλωμενου πατέρα μου με βομβαρδίζουν. Τον είδα ξαπλωμένο πριν πέντε μήνες στο φέρετρο.
Στο ταβάνι, η λάμπα αναβοσβήνει και έπειτα σβήνει, βυθιζοντας το δωμάτιο στο απόλυτο σκοτάδι.
Η πόρτα απέναντί μου ανοίγει αργά, την συνοδεύει ένα ανατριχιαστικο τρίξιμο που κάνει το αίμα μου να παγώσει.
Στην, πλέον ορθάνοιχτη, πόρτα ξεπροβάλλει μια ψηλή γεροδεμένη φιγούρα και η φωνή του πατέρα μου αντηχεί στην νεκρικη σιωπή του δωματίου μου.
"Γλυκιά μου, γιατί δεν σηκώνεις το τηλέφωνο;"