Κεφάλαιο 1

289 33 41
                                    

Πέμπτη 24 Αυγούστου, 5:30

Άλλη μία άυπνη νύχτα είχε φτάσει στο τέλος της.
Τράβηξε τις κουρτίνες του παραθύρου που ανέμιζαν με την πρωινή αύρα και κοίταξε τον ουρανό. Το σκούρο μπλε της νύχτας γινόταν όλο και πιο ανοιχτό, πλησιάζοντας το γαλάζιο, σημάδι πως σε λίγο θα ανέτειλε χρυσός ο ήλιος. Το πορτοκαλί και το κόκκινο χρώμα ήταν φανερά στην ανατολή, δίνοντας μία ξεχωριστή νότα σε εκείνο το πρωινό.
Ο Τζέιμς ανακάθισε στο κρεβάτι του και πήρε τα γυαλιά της μυωπίας από το κομοδίνο του και τα φόρεσε, ώστε να απολαύσει την αυγή σε όλο της το μεγαλείο.
Κάθισε μπροστά από το παράθυρο και στήριξε τους αγκώνες του στο περβάζι και βολεύτηκε όσο καλύτερα μπορούσε, μιας και θα έμενε εκεί μέχρι ο χρυσός δίσκος να φανερωνόταν ολοκληρωτικά.
Ακούμπησε το πιγούνι στις παλάμες του και πήρε μία βαθιά ανάσα. Επικρατούσε μία αλλόκοτη σιωπή λες και όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί κρατούσαν την αναπνοή τους μέχρι να εμφανιστεί ο βασιλιάς Ήλιος.
Ακόμα και τα τζιτζίκια είχαν σταματήσει και τα πουλιά δεν τραγουδούσαν, περιμένοντας το θεό Απόλλωνα με το το άρμα με τα λευκά άλογα.
Τα μάτια του είχαν αρχίσει να κλείνουν σιγά σιγά από την κούραση και την έλλειψη ύπνου των τελευταίων ημερών. Ο Τζέιμς αναστέναξε απογοητευμένος που δε θα έβλεπε τη μαγευτική αυγή, αλλά χρειαζόταν επειγώντως ύπνο. Χασμουρήθηκε δυνατά και έβγαλε τα γυαλιά από το πρόσωπό του και τα άφησε ξανά στο κομοδίνο. Έκλεισε τις κουρτίνες για να μην μπαίνει το φως και άφησε τον κορμό του να πέσει προς τα πίσω, στο μαλακό στρώμα. Τράβηξε το σεντόνι πάνω από τη γυμνή του μέση και έκλεισε τα μάτια του. Επιτέλους, θα κοιμόταν.

***

Χτυπήματα στην πόρτα του δωματίου του τον ξύπνησαν πέντε ώρες αργότερα.
Έτριψε τα μάτια του για να του φύγει ο ύπνος και έστρωσε όπως όπως τα καστανά του μαλλιά, ίσα για να μην του πέφτουν μπροστά στα μάτια.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άνοιξε την πόρτα, χωρίς να τον νοιάζει ιδιαίτερα που το μοναδικό πράγμα το οποίο φορούσε ήταν ένα μποξεράκι σκούρου πράσινου χρώματος με αβοκάντο.
"Καλημέρα, αγόρι μου!", αναφώνησε η κυρία Αλεξάνδρα, μία μεσήλικη γυναίκα, μετρίου αναστήματος, με καστανά μαλλιά και πράσινα μάτια, η μητέρα του Τζέιμς. Ο νεαρός λάτρευε τα πράσινα μάτια της, τα οποία είχε κληρονομήσει ο, κατά δύο χρόνια, μεγαλύτερος αδερφός του, ο Κρίστοφερ, ενώ ο ίδιος είχε πάρει τα καστανά μάτια του πατέρα τους. Βέβαια, σε χαρακτήρα, ο Τζέιμς έμοιαζε τη μητέρα τους πιο πολύ.

Φοίνιξ Where stories live. Discover now