3

630 27 5
                                    

Το επόμενο πρωινό ήρθε κακόκεφο.

Αν και ήταν Παρασκευή, όλοι σκέφτονται γεεεεεηη σαββατοκύριακο ναιιιιι, κι εγώ αυτό θα σκεφτόμουν βέβαια... Στις 8 όμως έχω το πολυαγαπημενο μου μάθημα χημείας.

Σηκώθηκα βαριά από το κρεβάτι και έσπρωξα το πάπλωμα από πάνω μου.

Έκανα ένα χαλαρό πρωινό μπανακι κι όταν ντύθηκα, η κατεύθυνση μου ήταν ευθεία προς την κουζίνα. Έφαγα βιαστικά το τοστ μου γιατί είχα αργήσει.

Φόρεσα μπουφάν, άρπαξα την τσάντα, έχωσα το κινητό στην τσέπη κι βγήκα από το σπίτι, χωρίς να πω τίποτα στην μάνα μου αφού κοιμόταν στο υπνοδωμάτιο της.

Λογικά θα ξυπνήσει να πάει τον Μάρκο στο σχολείο, σωστά;

Σταμάτησα λιγο πιο πέρα από το σπίτι. Κι αν δεν ξυπνήσει;

Συνήθως δεν θυμάται ότι ο Μάκρος πρέπει να πάει και σχολείο.

"Γαμω την τύχη μου" Είπα μέσα από τα δόντια μου και έτρεξα πίσω στο σπίτι.

Μπήκα μέσα με φορά χωρίς να κλείσω την εξώπορτα. Ανέβηκα δύο δύο τα σκαλιά και άνοιξα σιγανά την πόρτα της μαμάς.

Κοιμόταν του καλού καιρού.

Μπήκα φουριόζα στο δωμάτιο του Μάρκου κι εκείνος από τον θόρυβο της πόρτας πετάχτηκε πάνω.

«Ποιος;» Μουρμούρισε μέσα στον ύπνο του και έτριψε τα ματάκια του.

Γέλασα με την όψη του και τράβηξα το πάπλωμα από πάνω του.

«Σήκω, σχολείο. Γρήγορα αντε θα αργήσουμε και οι δύο» Τον τράβηξα από τα χέρια και σηκώθηκε μουγκριζοντας.

Τον έντυσα με όσο πιο γρήγορες κινήσεις μπορούσα και φύγαμε από το σπίτι.

Στον δρόμο έτρεχα σαν ζουρλη, σέρνοντας τον Μάρκο πίσω μου. Φτάσαμε στο σχολείο του πάνω στην ώρα που η δασκάλα έκλεινε την πύλη.

«Συγνώμη για την καθυστέρηση» Είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα.

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της και πήρε τον Μάρκο από το χέρι μου χωρίς να πει ούτε καλημέρα.

Ξινή.

Έβαλα τα ποδαρακια μου μπρος και έκανα ένα κατοστάρι μέχρι το σχολείο μου που βρισκόταν δέκα λεπτά μακριά. Εγώ τα έκανα δύο.

Είδα την σιδερένια πύλη κλειστή και έβρισα φωναχτά. Κάνα δυο περαστικοί με κοίταξαν περίεργα.

Χωρίς όρια Where stories live. Discover now