Αχιλλέας

66 15 4
                                    

Με το σακίδιο του να κρέμεται από τους υπερβολικά γυμνασμένους ώμους του, ο Αχιλλέας στεκόταν στο λιμάνι περιμένοντας να ανακοινωθεί ότι μπορούσαν να ξεκινήσουν να επιβιβάζονται στο καράβι. Δύο χρόνια που σπούδαζε στον Βόλο, δεν είχε τύχει ποτέ να βρεθεί στο λιμάνι του Άγιου Κωνσταντίνου. Αντικειμενικά δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, όμως πάντα τα λιμάνια τον έκαναν χαρούμενο. Ίσως έφταιγε το ότι τα είχε συνδεδεμένα στο μυαλό του με τις καλοκαιρινές διακοπές- οι οποίες ανέκαθεν συνεπάγονταν την ελευθερία, την ανεμελιά, τα μπάνια στη θάλασσα, τις κοπέλες και τα μεθύσια.

Στήριξε το βάρος του σε μία κολόνα και έγδυσε με το καταγάλανο βλέμμα του δύο τουρίστριες οι οποίες πέρασαν από μπροστά του χαχανίζοντας εκστασιασμένες. Είχε σταματήσει να του κάνει εντύπωση η επίδραση που είχε στα θηλυκά. Ήξερε πως ήταν ωραίος και δεν δίσταζε να το αποδεικνύει συνεχώς. Ήταν όμως κι έξυπνος. Κι αυτό τον είχε βοηθήσει να καταλάβει πως οι γυναίκες δεν ήταν άξιες εμπιστοσύνης. Ήταν όλες πονηρές και πάντα προκαλούσαν πόνο, σαν τολμούσε κάποιος να τις αγαπήσει. 

Το καράβι έφτασε στο λιμάνι κι αφού έδεσε ο Αχιλλέας πλησίασε και επιβιβάστηκε. Είχε φροντίσει να είναι στο λιμάνι από νωρίς, για δύο λόγους. Κατ' αρχάς, επειδή απολάμβανε να παρατηρεί τον κόσμο κι αφετέρου, επειδή ήθελε να βρει θέση στο πλοίο. Την είχε ήδη πατήσει μια φορά στο παρελθόν, όταν στο πλοίο για Ίο είχαν αναγκαστεί με την παρέα του να σταθούν όρθιοι σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Δεν ήθελε να την πάθει και δεύτερη. 

Βρήκε έξω, μια καρέκλα και βιάστηκε να την κατοχυρώσει. Το ταξίδι δεν ήταν πολύ μεγάλο, κάτι παραπάνω από τρεις ώρες. Είχε ταξιδέψει πολύ περισσότερες ώρες. Το μοναδικό πρόβλημα ήταν πως για πρώτη φορά ταξίδευε μόνος του. Γιατί για πρώτη φορά, ένιωσε την ανάγκη να περάσει λίγο χρόνο με τον εαυτό του. Μακριά από τη βαβούρα της πολυτάραχης ζωής που είχε επιλέξει για τον εαυτό του. Ήθελε μόνο λίγη ηρεμία. Γι' αυτό άλλωστε επέλεξε και την Αλόννησο ως προορισμό του. 

Τέλειες παραλίες, πανέμορφα τοπία, ηρεμία, ηρεμία, ηρεμία... Άπλωσε τα πόδια του στα κάγκελα του καραβιού και περίμενε να ξεκινήσει. Η κίνηση της θάλασσας, με τους ανεπαίσθητους παφλασμούς τον έκανε να νιώθει σα να βρισκόταν στον αέρα. Ένιωθε λες και πετούσε στα σύννεφα, μακριά απ' όλη τη φασαρία. Έκλεισε τα μάτια του κι άφησε τον αέρα μαζί με την αρμύρα της θάλασσας να χτυπήσουν το πρόσωπό του και να απομακρύνουν, έστω και στο ελάχιστο, την κούραση που τον ταλαιπωρούσε ψυχεί τε και σώματι. 

Ώρα αργότερα το καράβι ξεκίνησε το ταξίδι του προς την Αλόννησο. Ο κόσμος είχε πλέον καθίσει κι όλοι ασχολούνταν με κάτι. Μόνο το σημείο όπου καθόταν εκείνος ήταν ακόμη σχετικά άδειο ίσως επειδή ο αέρας ήταν πολύ δυνατός. Μια κοπέλα με ένα μωρό στην αγκαλιά εμφανίστηκε και κάθισε σε μια καρέκλα λίγο πιο πίσω από τον ίδιο. Ο μικρούλης φαινόταν πολύ χαρούμενος,  όμως  το βλέμμα της κοπέλας ήταν χαμένο. Έδειχνε δυστυχισμένη. Την κοίταξε λυπημένος όμως το ενοχλημένο βλέμμα της τον έκανε να νιώσει αδιάκριτος κι έτσι γύρισε μπροστά του.

Το ταξίδι συνεχίστηκε κι ο Αχιλλέας ρουφούσε την αλμύρα, λες και ήταν το οξυγόνο του. Τον έκανε κι ένιωθε δυνατός, ένιωθε σίγουρος. Ήταν έτοιμος να ζήσει μια νέα περιπέτεια. Ήταν έτοιμος να καταδύσει στα άδυτα της αβύσσου που άλλοι ονόμαζαν ψυχή. Θα κοίταζε στον καθρέφτη και θα μάθαινε τον εαυτό του από την αρχή. Ήταν έτοιμος.

Και πατώντας το πόδι του στο νησί, εισπνέοντας αυτό το ξεχωριστό άρωμα- ήξερε πως αυτό το καλοκαίρι θα είχε κάτι το ξεχωριστό. 

Και κάπως έτσι ξεκίνησε εκείνο το καλοκαίρι για τον Αχιλλέα... 

Το καλοκαίρι μαςWhere stories live. Discover now