Σταυρίνα

48 19 3
                                    

Μαύρο παντελόνι στενό σαν ζουρλομανδύας, ένα οριακά ανύπαρκτο μαύρο μπλουζάκι και, παρά τον καύσωνα, αρβύλες. Τατουάζ στόλιζαν το κατάλευκο δέρμα της και τα κόκκινα μαλλιά της ήταν μακριά και πλούσια.

Τραβούσε πολλά βλέμματα, διαφορετικές όμως ήταν οι αντιδράσεις. Άλλοι φαίνονταν να τη  θαυμάζουν κι άλλοι έκαναν τον σταυρό τους μουρμουρίζοντας "απεταξαμειν". Με όλα αυτά η Σταυρίνα γελούσε, όλοι της φαίνονταν αστείοι. Με τα συμβατικά μούτρα τους και τις τυποποιημένες αντιδράσεις τους. Ακόμα κι αυτοί που έδειχναν να γουστάρουν το στιλ της, την ενοχλούσαν. Κι αυτό γιατί ήταν πιο κομπλεξικοί απ' όλους. Σιχαίνονταν τις ζωές και τους εαυτούς τους κι έτσι αναγκάζονταν να θεοποιουν το διαφορετικό. Την έβλεπαν με βαμμένα μάτια και τατουάζ κι ένιωθαν πως εκείνη ήξερε ποια ήταν. Γελασμενα, ηλίθια ανθρωπάκια.

Δυνάμωσε τη μουσική στα ακουστικά της. Σκληρή μέταλ, αρκετά δυνατά ώστε να σταματήσουν να ακούγονται οι σκέψεις το μυαλό της.

Η Σταυρίνα δεν πολυγούσταρε το καλοκαίρι. Σιχαινόταν τη ζέστη και τα κοντά σορτσάκια. Ακόμα περισσότερο την ενοχλούσαν οι καλοκαιρινές διακοπές. Χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Ίσως επειδή όλοι οι υπόλοιποι τις αγαπούσαν.

Όμως εκείνη τη χρονιά ήταν αναγκασμένη να πάει σε ένα ελληνικό νησί- η επιτομή των καλοκαιρινών διακοπών για ολόκληρη την υφήλιο. Χρειαζόταν χρήματα για μεταπτυχιακό κι αυτό δεν της άφηνε επιλογή, από το να δουλέψει σεζόν στο ξενοδοχείο του πατέρα της. Μισούσε το ότι είχε πέσει στην ανάγκη του, μα είχε πραγματική ανάγκη τα χρήματα.

Μόλις έφτασε στο λιμάνι οι περισσότεροι επιβάτες είχαν ανέβει στο καράβι. Στήθηκε κι εκείνη στην ουρά περιμένοντας να έρθει η σειρά της, να επιδείξει το εισιτήριο της και να μπει μέσα. Είχε περάσει πολλά καλοκαίρια στην Αλόννησο, όταν ήταν μικρότερη πήγαινε συνέχεια με την οικογένεια της. Στη συνέχεια όμως, κάτι που μεγάλωσε, κάτι που διαλύθηκε η οικογένεια της σταμάτησαν να πηγαίνουν. Σταμάτησε κι αυτή να ασχολειται και κάπως έτσι τα χρόνια πέρασαν και εκείνη δεν είχε πατήσει στο νησί για κάμποσα χρόνια. Εκείνη η χρονιά όμως ήταν διαφορετική.

Έφτασε η σειρά της κι αφού έδειξε το εισιτήριο και παρέδωσε τις αποσκευές  της- πέρασε στο σαλόνι. Δεν της άρεσε να κάθεται έξω γιατί ο αέρας της ανακατευε τα μαλλιά.
Το καράβι ήταν ήδη γεμάτο από κόσμο και βρήκε με δυσκολία να καθίσει. Βολεύτηκε όμως σε έναν καναπέ και φόρεσε ξανά τα ακουστικά της. Η μουσική τη διασκέδαζε από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Έπαιζε πιάνο από τα πέντε και τραγουδούσε προτού καν μιλήσει. Πλέον, στα εικοσιτρια της έχοντας σπουδάσει μουσική κι έχοντας πρακτικά αφιερώσει όλη της την ζωή σε αυτή ένιωθε πως κάτι σημαντικό έλειπε από τη ζωή της. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό, όμως η απουσία την έπνιγε.

Μια τσιγγάνα ήρθε πάνω από το κεφάλι ζητιανεύοντας. Την έδιωξε με μια κίνηση του χεριού της και στη συνέχεια ξεθαψε από την τσάντα της το βιβλίο που είχε πάρει μαζί για να διαβάσει. Το πλοίο ξεκίνησε όμως η Σταυρίνα δεν άκουσε την ανακοίνωση, γιατί η μουσική στα αυτιά της έπαιζε στη διαπασών.

Και κάπως έτσι ξεκίνησε εκείνο το καλοκαίρι για τη Σταυρίνα...

Το καλοκαίρι μαςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora