Εσμέ

44 14 5
                                    

Τα πόδια της πονούσαν από το πολύ περπάτημα. Η πλάτη της είχε πιαστεί από το κουβάλημα. Ο αδερφός της έκλαιγε ξανά. Το πιο πιθανό ήταν να πεινούσε. Λογικό, αφού είχαν να φάνε μιάμιση μέρα. Εκείνη είχε συνηθίσει πλέον, δεν της έκανε αίσθηση είτε με άδειο, είτε με γεμάτο στομάχι το πλάκωμα στο στέρνο- λες και κάτι της έκλεβε την ανάσα, παρέμενε αναλλοίωτο.

Η μάνα τους είχε ήδη πιάσει δουλειά. Περιφερόταν μέσα στο πλοίο, με τον άριστα σκηνοθετημένο της μονόλογο και ζητιάνευε απ' όποιον έβρισκε στον δρόμο της. Η Εσμέ δεν είχε τη δύναμη να το κάνει αυτό. Το μωρό στην αγκαλιά της δεν έλεγε να σταματήσει να κλαίει και τα νεύρα της είχαν γίνει τσατάλια. Δεν άντεχε άλλο. Πόσο θα ήθελε να φύγει. Να γλιτώσει από τον βούρκο στον οποίο είχε γεννηθεί, να ανοίξει τα φτερά της. Μα τι έλεγε... εκείνη δεν είχε φτερά. Της τα είχαν κόψει απ' την μέρα που γεννήθηκε.

Χάιδευε μηχανικά την πλάτη του μπέμπη, καθώς ο νους της ταξίδευε μακριά. Ένας ασπρουλιάρης σταμάτησε και την κοίταξε προβληματισμένος. Έχωσε το χέρι του στην τσέπη του και έτεινε προς το μέρος της ένα χαρτονόμισμα που έβγαλε απ' αυτή. Εκείνη τον κοίταξε σοκαρισμένη. "Δεν..." πήγε να αρνηθεί, όμως στη συνέχεια το ξανασκέφτηκε. Το μωρό έπρεπε να φάει.

Δέχτηκε το τάλιρο με ένα ευγενικό χαμόγελο κι ο ασπρουλιάρης φάνηκε να χαίρεται. Παράξενοι άνθρωποι. Πήγε με τον μπέμπη στην καντίνα και του αγόρασε ένα τεράστιο ντόνατ. Τα χρήματα έφταναν για να αγοράσει κάτι και για τον εαυτό της- όμως με μια δεύτερη σκέψη προτίμησε να τα κρατήσει για ώρα έκτακτης ανάγκης.

Το κλίμα και η ζέστη στο εσωτερικό του καραβιού την έπνιγε, γι' αυτό και λίγο αργότερα βγήκε έξω. Ο μικρός είχε ήδη καταβροχθίσει το ντόνατ του. Τον πήρε και κάθισαν σε μία καρέκλα απ' αυτές που είχαν θέα τη θάλασσα. Της άρεσε πολύ το γαλάζιο. Ο αδερφός της, έδειχνε όλο χαρά το νερό γελώντας και κουνώντας τα χεράκια του. Ήταν τόσο μικρός, τόσο αθώος. Σχεδόν τον λυπόταν, λίγο... Αναγκασμένος να μεγαλώσει μέσα στη φτώχεια και την μιζέρια. Καταδικασμένος να δει όλα του τα όνειρα να πεθαίνουν μπροστά στα μάτια του, ανήμπορος να απλώσει αυτά τα τόσο δα μικρούλικα χεράκια του για να τα πιάσει.

Το πλοίο ξεκίνησε επιτέλους και βίαιος αέρας άρχισε να μαστιγώνει το πρόσωπό της και τα μαλλιά της άρχισαν να πετάνε δεξιά κι αριστερά γαργαλώντας τη μύτη της. Άρχισε να φτερνίζεται κι ένας όμορφος ξανθούλης που καθόταν λίγο πιο δίπλα γύρισε να την κοιτάξει φανερά διασκεδασμένος. Μόλις την είδε καλύτερα όμως, η ευθυμία χάθηκε από το πρόσωπό του και στη θέση της έμεινε οίκτος και λίγη αντιπάθεια. Τέλεια. Η στρωμένη με ροδοπέταλα ζωή μιας τσιγγάνας στην Ελλάδα κυρίες και κύριοι.

Το υπόλοιπο ταξίδι κύλισε γρήγορα. Ο μπέμπης κοιμήθηκε στην αγκαλιά της κι εκείνη δεν χόρταινε να κοιτάζει τη θάλασσα και να νιώθει τον αέρα στο πρόσωπό της. Για λίγο ένιωσε χαρούμενη που ταξίδευε. Φυλάκισε αυτή την χαρούμενη στιγμή μέσα της γιατί αυτες ήταν ελάχιστες στη ζωή της. Όμως αυτή η στιγμή τελείωσε και το πλοίο έφτασε και η ζωή επέστρεψε στους ρυθμούς της, περίπου.

Και κάπως έτσι ξεκίνησε εκείνο το καλοκαίρι για την Εσμέ...

Το καλοκαίρι μαςWhere stories live. Discover now