Κεφάλαιο 1

150 3 0
                                    

Ήταν ένα ζεστό πρωινό, αρχές Απρίλη. Ο λαμπερός ήλιος έλουζε την πόλη και στέγνωνε τους δρόμους από την χθεσινοβραδινή βροχή. Κόσμος περπατούσε στο πεζοδρόμιο μαζί μου, άλλοι με προσπερνούσαν, κάποιοι άλλοι με χαιρετούσαν βιαστικά. Αν και μεγαλούπολη, οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν χαρμόσυνοι. Σου χαμογελούσαν και συνήθιζαν να μην κρύβονται πίσω από μια μάσκα, προσπαθώντας να κρύψουν τον εαυτό τους ή όλα όσα ένιωθαν. Αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που λάτρευα σε εκείνη την πόλη, γιατί ήμουν και εγώ χαρούμενη και προτιμούσα πάντα να βλέπω τα πράγματα με την θετική τους όψη. Και πραγματικά, θα μπορούσα να πω, πως από την στιγμή που μετακόμισα εκεί, ένιωθα πως βρισκόμουν σε ένα μέρος όπου θα έβρισκα τα πάντα. Ότι μου έλειπε και ότι αποζητούσα, διαισθανόμουν πως υπήρχε εκεί. Δίχως ποτέ να έχω συγκεκριμένους στόχους, όνειρα και προσδοκίες.

Προχωρούσα γρήγορα στο πεζοδρόμιο, γιατί δεν ήθελα να αργήσω. Μα ως συνήθως, όλο και κάτι συμβαίνει, ακριβώς την στιγμή που δεν θέλεις να συμβεί. Η τρικλοποδιές της τύχης! Λίγο πριν στρίψω στο στενό, ένας ποδηλάτης πέρασε από δίπλα μου σαν βολίδα και πατώντας μέσα στην λακκούβα που ήταν γεμάτη με νερό, κατάφερε να λερώσει το παντελόνι μου. Ένιωσα το νερό να ποτίζει τα πόδια μου και έμεινα ακίνητη να κοιτώ εκείνο το χάος, με μάτια ορθάνοιχτα. Ωραίος τρόπος να ξυπνάς, δίχως να έχεις πιει καφέ! Εκείνη τη στιγμή, είδα τον ποδηλάτη να γυρίζει και να έρχεται προς το μέρος μου. Σκέφτηκα πως ερχόταν για να μου ζητήσει συγνώμη και το εκτίμησα. «Σε λέρωσα, έτσι;» άκουσα την φωνή του να λέει, πριν καν γυρίσω να τον κοιτάξω. «Δεν πειράζει, όλα καλά» του αποκρίθηκα με ένα χαμόγελο, καθώς προσπαθούσα να σκεφτώ με ποιον τρόπο μπορούσα να το καθαρίσω. «Συγνώμη, μα θα έπρεπε να προσέχεις λίγο. Εγώ ήμουν βιαστικός, κοίτα γύρω σου όταν περπατάς» μου αποκρίθηκε με έντονο τόνο. Γύρισα και τον κοίταξα άναυδη και εκείνος άρπαξε το πανάκριβο ποδήλατό του και έφυγε με ύφος υπεράνω. Πρόλαβα να δω το αθλητικό του ρολόι, τα γάντια και την στολή του. «Βρε εγωιστή! Μια συγνώμη αρκούσε» μουρμούρισα τινάζοντας το παντελόνι μου.

Έκλεισα τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα. Δεν έτρεχε τίποτα. Ήταν απλώς ένας λεκές. Θα μπορούσε να συμβεί και από το δικό μου χέρι. Κοίταξα το ρολόι και η ώρα μου έλεγε πως δεν είχα καιρό για άλλες καθυστερήσεις. Προσπαθώντας να κρύψω τον λεκέ στο παντελόνι μου με την τσάντα μου, άρχισα να τρέχω προς το ανθοπωλείο της γωνίας. Την μόνη πολύχρωμη μεριά της σχεδόν γκρίζας πόλης. Όχι, δεν ήθελα να αγοράσω κάποια ανθοδέσμη για να στολίσω το πολυτελέστατο σαλόνι μου, γιατί το σπίτι μου ήταν ένα μικρό διαμέρισμα που κάποιες φορές ονόμαζα "τρύπα". Ούτε ήθελα να αγοράσω κάποιο δώρο για κάποιον φίλο που είχε γενέθλια, γιατί δεν είχα πολλούς φίλους, απλώς...εκεί δούλευα, για περίπου ένα χρόνο. Μια δουλειά που ήμουν ευτυχισμένη που την έκανα.

"Ο ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ" by Ria BlackRoseDove le storie prendono vita. Scoprilo ora