Ήταν κάποτε ένας σπουδαίος άρχοντας, που όταν γεννήθηκε η κόρη του διέταξε όλους τους σοφούς του βασιλείου να 'ρθουν να προφητέψουν το μέλλον της. Εκείνοι, ύστερα από βαθιά σκέψη, κατέληξαν πως θα 'ρθει η στιγμή που το παιδί θα κινδυνέψει από ένα τόσο δα κομμάτι λινάρι. Ο βασιλιάς, προκειμένου να το προστατέψει, διέταξε να εξαφανιστεί και το παραμικρό ίχνος λιναριού απ' όλο το βασίλειο. Τα χρόνια πέρασαν και το κοριτσάκι, που το είπανε Τάλια, μεγάλωσε και καθώς μια μέρα στεκόταν στο παραθύρι της, είδε μια γριούλα να περνάει, που έγνεφε. Καθότι δεν είχε ξαναδεί ανέμη, μαγεύτηκε αμέσως και ζήτησε να της φέρουν μπρος της τη γριά. Πήρε στα χέρια το νήμα και την ανέμη και προσπάθησε να το τραβήξει, όμως μια ακίδα λιναριού σφηνώθηκε κάτω από το νύχι της κι η κοπέλα σωριάστηκε νεκρή. Η γριά το 'σκασε πανικόβλητη κι ο βασιλιάς, αφού είδε κι απόειδε από τον καημό του, άφησε την Τάλια σε μια βελούδινη πολυθρόνα, κάτω από έναν ολοκέντητο θόλο, κι έφυγε κλειδώνοντας πίσω του το παλάτι.
Λίγο καιρό αργότερα, ένας βασιλιάς έστειλε το γεράκι του να κυνηγήσει στην περιοχή, κι εκείνο βρήκε το παλάτι και τρύπωσε μέσα. Καθώς όμως δεν επέστρεψε όταν το φώναξε πίσω, έστειλε να χτυπήσουν την πόρτα. Κανείς δεν απάντησε και νομίζοντας πως είναι άδειο, ζήτησε να του φέρουν μια σκάλα να μπορέσει να δει ο ίδιος τι υπάρχει μέσα. Έκπληκτος που δε βρήκε ψυχή γυρίζοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο, θα έφευγε, όταν έφτασε τέλος μπρος στην Τάλια που φαινόταν σα μαγεμένη από ξόρκι. Στην αρχή της μίλησε, μήπως και κοιμόταν, όμως καθώς δε συνερχόταν κι ενώ εκείνος καιγόταν από έρωτα, τη μετέφερε στο κρεβάτι, όπου έθρεψε τους καρπούς του πόθου του. Την άφησε εκεί κι έφυγε.
Εννιά μήνες αργότερα η Τάλια έφερε στο κόσμο δυο δίδυμα... Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Κι αφού εκείνη ακόμα δεν είχε ξαναζωντανέψει, δυο νεράιδες φρόντισαν να βάλουν τα μωρά στο στήθος της. Όμως, όταν το ένα για μια στιγμή το έχασε απ' το στόμα και το 'ψαχνε απεγνωσμένα, βρήκε κι άρχισε να πιπιλά το δάχτυλό της, τόσο δυνατά που η βελόνα απ' το λινάρι βγήκε κι η Τάλια ξύπνησε.
Όταν είδε τα μωρά στο πλάι της τα βούτηξε αμέσως και τα 'βαλε στο στήθος, με αγάπη και φροντίδα μεγάλη. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί και κυρίως, πώς βρέθηκε να είναι μόνη της τελείως στο παλάτι με δυο παιδιά, ενώ ό,τι μπορούσε να χρειαστεί από φαγητό εμφανιζόταν χωρίς καν να το ζητήσει.
Μια μέρα, που ο βασιλιάς νοστάλγησε την όμορφη κοπέλα που είχε βρει να κοιμάται σ' εκείνο το κάστρο αποφάσισε να πάει να την ξαναβρεί. Όταν την είδε ολοζώντανη με τα μωρά στην αγκαλιά της ενθουσιάστηκε και της εξομολογήθηκε τα πάντα. Συμφιλιώθηκαν και πριν φύγει της υποσχέθηκε πως θα γύριζε για να την πάρει στο βασίλειό του. Στο παλάτι, δεν σταματούσε να μιλά για κείνη, τον Ήλιο και τη Σελήνη -αυτά ήταν τα ονόματα των παιδιών- ακόμα και στον ύπνο του, τους καλούσε. Η βασίλισσα, που από καιρό είχε πονηρευτεί, κάλεσε τον γραμματέα του βασιλιά και τον απείλησε πως δεν θα ξανάβλεπε το φως της μέρας αν δεν της αποκάλυπτε την αλήθεια. Καθώς τον δελέασε και με πλούτη, ο αυλικός δεν άργησε να λυγίσει. Τον έστειλε λοιπόν να πει στην Τάλια πως ο βασιλιάς ζητά να δει τα παιδιά του. Εκείνη τα έστειλε με χαρά. Όμως αλίμονο... Η μαύρη καρδιά της βασίλισσας διέταξε το μάγειρα του παλατιού να τα σερβίρει στον ίδιο τους τον πατέρα.
Ο μάγειρας όμως τα λυπήθηκε και τα 'δωσε στη γυναίκα του να τα κρύψει. Όταν ο βασιλιάς ξεκίνησε να τρώει, η βασίλισσα του 'λεγε συχνά πυκνά:
- Φάε... φάε ό,τι είν' δικό σου, άρχοντά μου.
- Μα την πίστη μου! Είναι εκπληκτικά.
Όταν όμως το παράκανε επαναλαμβάνοντας όλο το ίδιο πράγμα εκείνος θυμωμένος της αντιγύρισε:
- Το ξέρω ότι είναι δικό μου! Έχεις φέρει εσύ και τίποτα εδώ μέσα;
Και θυμωμένος έφυγε από το παλάτι.
Όμως η βασίλισσα δεν έμεινε ικανοποιημένη. Έστειλε λοιπόν πάλι τον αυλικό, να φέρει την Talia αυτή τη φορά.
- Ώστε εσύ λοιπόν είσαι η άτιμη ξελογιάστρα που μου 'κλεψες τον άντρα! Τώρα ήρθε η στιγμή για να πληρώσεις... και διέταξε τους υπηρέτες της ν' ανάψουν μια μεγάλη φωτιά στην αυλή, παρά τα παρακάλια της άμοιρης κοπέλας.
- Μονάχα ένα σου ζητώ... να βγάλω τα ενδύματά μου. Να μην καούν κι αυτά.
Η βασίλισσα που είχε δει πόσο όμορφα ήταν τα χρυσοκέντητα ρούχα της Τάλια, δέχτηκε. Η κοπέλα άρχισε να ξεντύνεται και σε κάθε ρούχο έβγαζε μια μικρή κραυγή. Ο βασιλιάς δεν άργησε να καταλάβει πως κάτι συνέβαινε στην αυλή κι έτρεξε να δει, κι όταν πια η Τάλια ήταν ένα βήμα από την πυρά, όρμησε και τους σταμάτησε. Η βασίλισσα, θολωμένη από το μίσος της, του είπε πως γνώριζε την προδοσία του και γι' αυτό τον τιμώρησε με το να του στερήσει τα παιδιά και την ερωμένη. Τρελαμένος από το έγκλημα το δικό του και το δικό της, έστειλε στη φωτιά που 'χε στηθεί για την Τάλια, την ίδια τη βασίλισσα και τον αυλικό. Και θα είχε και ο μάγειρας την ίδια τύχη, αν τελευταία στιγμή η γυναίκα του δεν εμφάνιζε τα δυο παιδιά που είχε κρύψει. Οι γονείς ξανάσμιξαν με τ' αγγελούδια τους ενώ αργότερα ο βασιλιάς απέδωσε τίτλο τιμής στον μάγειρα και παντρεύτηκε την Τάλια, που κατάλαβε τελικά αυτό που λένε... πως οι άνθρωποι οι τυχεροί είναι αυτοί που ευλογούνται όταν κοιμούνται.
YOU ARE READING
Μακάβρια παραμυθία που νομίζατε οτι ξέρατε
FantasyΠόσο βίαιη μπορεί να γίνει η κοκκινοσκουφίτσα; ποιά είναι η αυθεντική ιστορία πίσω από την Σταχτοπούτα και πόσο τρομακτικό μπορεί να είναι ένα παραμύθι; Μια συλλογή απο τις αυθεντικές Ιστορίες των αγαπημένων μας παραμυθιών αλλά και λιγότερο γνωστώ...