Παρόλο που ήμασταν τόσο κοντά, δεν είχαμε μιλήσει ποτέ για τίποτα προσωπικό. Για καμία ανησυχία, για κανέναν φόβο. Ο ένας για τον άλλον γεννηθήκαμε το βράδυ στο πάρτι της Άννας. Δεν υπήρχε παρελθόν. Δε μας ενδιέφερε το παρελθόν. Δεν υπήρχαν άλλοι. Οικογένειες, φίλοι... Όλα τα προβλήματα ήταν απλά ανύπαρκτα μεταξύ μας. Μάλλον και γι αυτό τα πηγαίναμε τόσο καλά. Δεν υπήρχε τίποτα άσχημο όταν ήμασταν μαζί. Μα κάθε μέρα ερχόμασταν και πιο κοντά. Περνούσαμε όλη μας τη μέρα μαζί, πώς να τα κρατούσαμε όλα μακριά από εμάς;
Ήμασταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι μου και ακούγαμε μουσική. Ήταν πολύ όμορφο το κλίμα. Τα φώτα κλειστά. Κουκουλωμένοι με τα παπλώματα. Ήταν Δεκέμβριος, αρχές. Πίναμε από ένα κοινό μπουκάλι κρασί και γελάγαμε τόσο πολύ...
"Όχι ρε γαμώτο, πάλι ξέχασα να πάρω ρούχα για αύριο! Εντάξει, είναι σίγουρο, θα πάθω Αλτσχάιμερ όταν μεγαλώσω. Κυρία βιολόγε, πρέπει να κάνετε έρευνες να θεραπεύσετε την ασθένεια, αλλιώς θα σας παίρνω τηλέφωνο από την Κίνα."
Πάντα κάτι ξεχνούσε. Μόνιμο πρόβλημα. Και εξαιτίας του, αναγκαζόμασταν να ξυπνάμε πιο νωρίς ώστε να περνάμε από το σπίτι του. Να πάρει κάτι. Κάθε φορά.
"Δεν έχεις σκοπό να με αφήσεις να κοιμηθώ μία φορά ρε φίλε! Όχι, εκεί εσύ, να με ξυπνάς από το χάραμα. Τέλος πάντων, έλα βρε θα τα βολέψουμε πάλι. Έχω να σου δώσω ένα φορεματάκι μούρλια! Και δε κατάλαβα, γιατί δε πας με αυτά που φόραγες σήμερα; Να σου πω, μήπως να φέρεις τα πράγματά σου σπίτι μου να τελειώνουμε; Δεν είναι κατάσταση αυτή, ξεπουληθήκαμε στις διαδρομές!"
Και κάπως έτσι μας ήρθε η ιδέα. Να συγκατοικήσουμε. Φυσικά σπίτι του δε γινόταν να μείνουμε, γιατί είχε μόνο μία κρεβατοκάμαρα. Εμένα είχε δύο μικρούλες. Έμενα με μία κοπέλα πριν, αλλά είχε φύγει. Δε χάσαμε χρόνο. Τρεις μέρες αργότερα βρήκαμε τους εαυτούς μας να κουβαλάνε πράγματα.
"Δε θα βάλεις εδώ αυτό το ηλίθιο τραπεζάκι, να το βάλεις στο δωμάτιό σου! Άγουστο πλάσμα, θα μου καταστρέψεις το υπέροχο σαλόνι!"
"Δε χωράει στο δωμάτιό μου, τι να το κάνω, να το πετάξω; Άλλωστε είναι πιο ωραίο από το δικό σου, έλα παραδέξου το!"
"Εσένα θα πετάξω από το μπαλκόνι αν συνεχίσεις να μου πειράζεις τα πράγματα συνέχεια, δε συμφωνήσαμε κάτι τέτοιο."
Και μαλώναμε μισή ώρα για το τραπεζάκι. Και άλλη μισή για έναν πίνακα. Και μετά για μία μικρή βιβλιοθήκη. Τελικά τα βρήκαμε, με κάποιες υποχωρήσεις, μικρές. Για το τραπεζάκι, αγοράσαμε καρέκλες και το βάλαμε στο μπαλκόνι. Αγοράσαμε και μία γλάστρα. "Να ζωνανέψει ο χώρος!" έλεγε. Ο πίνακας στην είσοδο. Και η βιβλιοθήκη στο δωμάτιό του. Και ύστερα άλλοι "τσακωμοί".
"Εγώ σκούπισα τη Πέμπτη, πάλι εγώ;"
"Ναι, όμως εγώ έπλυνα τα πιάτα, δε καθόμουν. Και κατέβασα και τα σκουπίδια."
"Σοβαρή δουλειά, κι εγώ σφουγγάρισα!"
"Σοβαρή δουλειά!"
"Αχ καλά θα κάνω το πάτωμα να γυαλίζει και θα το κοιτάω και θα φαντάζομαι πόσο ωραία θα ήταν αν σου έφερνα το σκουπόξυλο στο κεφάλι! Βλάκα!"
Και άλλοι παρόμοιοι. Όμως δε μαλώσαμε ποτέ ουσιαστικά. Όχι μέχρι εκείνη τη μέρα που γύρισα στο σπίτι και τον άκουσα να φωνάζει στο τηλέφωνο. Δεν ήξερα αν έπρεπε να μείνω ή να φύγω. Θα ήταν αδιάκριτο να μείνω. Όμως είχε πρόβλημα, δε θα ήταν όμορφο αν τον παρατούσα μόνο του. Αφού τον νοιαζόμουν...
"Δε θα σου δώσω τη καινούρια διεύθυνση και καλά θα κάνεις να μην με ξανά πάρεις ποτέ τηλέφωνο, γιατί θα τον αλλάξω και τον αριθμό.
Μην με απειλείς εμένα το κατάλαβες; Αν σε δω έξω από το πανεπιστήμιο, έκανα στροφή και δε ξανά πάτησα εκεί μέσα ποτέ, συνεννοηθήκαμε;
Να την αφήσεις έξω από αυτό την Ρίτα, δε θα πληρώσει το παιδί τις ανοησίες σας, αρκετά τις πλήρωσα εγώ, με τη Ρίτα επικοινωνούμε μη μου λες ψέματα.
Δε θέλω να ξέρω, με αφήνεις ήσυχο;
Καλά καλά να μιλάς μόνη σου εγώ το κλείνω τώρα, γεια σου!"
Και μετά ακούστηκε κάτι να σπάει. Δε κατάλαβα τι είχε γίνει. Είχα μπερδευτεί και δεν ήξερα αν έπρεπε να μάθω. Ώσπου άκουσα και άλλα πράγματα να σπάνε και έτρεξα στο δωμάτιό του. Πρώτη φορά τον είδα έτσι... Τόσο θυμωμένο. Τόσο πληγωμένο...
"Να φύγω;"
Στάθηκα στη πόρτα και περίμενα να μου απαντήσει.
"Άκουσες;"
Με κοίταξε και τα μάτια του ήταν κατακόκκινα... Όλος ήταν κατακόκκινος δηλαδή... Έγνεψα καταφατικά.
"Μπορώ να το ξεχάσω αν θες, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δε θέλω να βοηθήσω. Αν θες να μου πεις, μπορώ να ακούσω."
Μου έκανε νόημα να πάω να καθίσω δίπλα του. Κουνούσε τα χείλη του χωρίς να λέει λέξη. Δεν έβγαινε ούτε ψίθυρος από το στόμα του. Τελικά με πήρε αγκαλιά.
Δεν είμαι σίγουρη πως μπορεί κανείς να εκφράζει δυνατά συναισθήματα όπως ο πόνος. Πως μπορεί να τα μεταφράζει σε λέξεις. Μονάχα σε σιωπές. Σε σιωπές και αγκαλιές. Σιωπές και φιλιά. Σιωπές και χάδια. Ή απλώς σε σιωπές και ματιές. Μα όχι σε λέξεις. Πόσο πόνο μπορείς να χωρέσεις, άλλωστε, σε ένα "Πονάω"...;
YOU ARE READING
Τον αγαπώ...
RomanceΕις υγείαν των απανταχού αχάριστων... Στην υγειά σου μωρό μου... Σε αγαπούσα μαλάκα...