κεφάλαιο 1

8 0 0
                                    






Εχουν περάσει σχεδόν τρία χρόνια ἀπό τότε που εἶδα μία παιδική ματαιοδοξία μου νά πα­ίρνει σάρκα καί ὀστά, ἤ καλύτερα σχῆμα καί σε­λίδες. Ἦταν ἡ συγγραφή του πρώτου βιβλίου μου που ξε­χείλιζε από ἐκνευρισμό καί ἀπογοήτευση γιά την παθητικ­ότητα του ἑλληνικοῦ λαοῦ. Μια ἀκατανόητη ἀνοχή καί μια ἀδικαιολόγητη ὑποχωρητικότητα ἀπέναντι στά μνημονιακά τελεσίγραφα τῶν παγκόσμιων τοκογλύφων. Οἱ ἐντολοδόχοι τοποτηρητές των ξένων συμφερόντων (Ἕλληνες πρωθυ­πουργοί κατά κόσμο) ἐπικύρωναν τίς ἀνθελληνικές δανειακ­ές συμβάσεις ἐκτροχιάζοντας, μο­νομερώς και ἀδια­κρίτως, τίς ζωές μας.

Ξεφτίλισαν τον θεσμό της Βουλῆς, κουρέλιασαν το Σύνταγμα καί κάθε πυλώνα που στηρίζει καί διασφα­λίζει την ἀξιοπρέπεια ἑνός πολίτη. Ὁ οἰκονομικός καί κοινωνι­κός κατήφορος συνεχίζεται ἀκάθεκτος, ρημάζο­ντας ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει. Δέν θά πέσω ὅμως στήν παγίδα μιᾶς συ­μπληρωματικής καταγραφῆς των ἀποτελεσμάτων του μνη­μονίου. Δέν μ' ἐνδιαφέρει μιά καταγγελτική τρι­λογία. Ὄχι γιατί τώρα ἔβαλα το κοστούμι του ἤπιου πα­ρατηρητή ἀφήνοντας στούς εἰδικούς τίς καταγγελίες καί τίς καταγρα­φές. (Ἄλλωστε ἐκτός ἀπό τη συνείδηση καί την τσέπη μου, οὐδείς ἐιδι­κότερος!)

Σ' αὐτό το βιβλίο μ' ἐνδιαφέρει νά διασταυρώσω τη δική μου Ἀλήθεια, στα μονοπάτια της πόλης μας καί του μυαλού μου. Δέν ξέρω ἄν στό δεύτερο συγγραφικό μου ἐγχείρημα θά ἀποφύγω την παρουσία του διαβολοσυνήγορ­ου, ὅπως καταγράφηκε στόν «Ἀντικοινωνικό».

Τῆς φωνῆς δηλα­δή που μέ ἀμφισβητοῦσε γιά λογαρ­ιασμό τρίτων, ἤ του ὑποσυνείδητου μου. Ὀμολογῶ πάντως πως ὁ τίτλος που ἐπέλεξα δίνει το ἐρέθισμα γιά πολλές ἀντιρρήσεις. Πόσες Αλήθειες ὑπάρχουν δηλαδή; Σαφώς ἡ Ἀλήθεια εἶναι μία. Ἄν ὅμως ο ζηλωτής της Ἀλήθειας δέν καταφέρει νά ἀπαγκιστρωθεί ἀπό σκιές καί δεσποτείες, θά ἐγκλωβιστεί μοιραία στο καλούπι της δι­κῆς του Ἀλήθειας, καί τό χειρότερο εἶναι πως θά ἀγνοεῖ τους καλουπατζήδες που τό δημιούργησαν.

Περασμένες δώδεκα σέ μία ἥσυχη ἄκρη της πόλης καθισμένος στή βεράντα του σπιτιοῦ μου, βρίσκω την εὐκαιρία νά σηκώσω τα μάτια καί νά χαζέψω τον ἔναστρο οὐρανό. Το ἀεράκι δροσίζει το πρόσωπό μου καί οι σκέψεις μου ἀρμενίζουν μακριά. Καλοκαιράκι γάρ καί το μυαλό μου ταξι­δεύει σέ ἀναμνήσεις καί προορι­σμούς. Γιά πολ­λούς ἡ γλύκα βρίσκεται στό ταξίδι καί ὄχι στήν Ἰθάκη. Δέν ξέρω, ἴσως νά ἔχουν δίκιο.

Ἄν καί ἔχουν περάσει κάμποσα χρόνια ἀπό κείνη τη Δευτέρα που ἀντίκρισα γιά πρώτη φορά τον κόσμο, δέν ἔχω ἀποφασίσει ἀκόμα ἄν ὁ σκοπός πρέπει νά εἶναι αὐτο­σκοπός ἁγιάζοντας τα μέσα. Ψιλά γράμματα θά μου πεῖ κάποιος, ἀμπελοφιλολοσοφίες θερινής νυκτός. Μπορεῖ νά εἶναι κι ἔτσι. Ὅπως καί νά 'χει ὅμως, ἀφοῦ κατάφερα νά δραπετε­ύσω ἀπό τους λογαριασμούς καί την καθημερινή ἐπιβίωση, ἀξίζω ἔπαινο καί δικαίωμα στήν ὀνειροπόληση.

Μή σπεύσεις, ἀγαπητέ ἀναγνώστη, νά διορθώσεις την «ἐπι­βίωση» ἀντικαθιστώντας τη μέ τη «διαβίωση». Δυστυχῶς, ζοῦμε σέ ζοῦγκλες χωρίς νά το ἀντιλαμβα­νόμαστε, ἴσως ἐπειδή δέν θέλουμε νά το ἀντιληφθούμε. Οἱ ρόλοι καί οἱ ἐπιδιώξεις παραμένουν ὅπως ἐκεῖνες τῶν ἄγριων ζώων. Στίς κοι­νωνίες ἐμφανίζονται ἁπλῶς κεκα­λυμμένες κάτω ἀπ' τόν πολύπτυχο μανδύα μιᾶς στείρας ψευτοἀστι­κῆς ἀγωγῆς. Ἡ ἀναζήτηση της Ἀλήθειας, ἑπο­μένως, θά βοη­θήσει τόν ἄνθρωπο νά ἐπανα­προσδιορίσει τή θέση του στο φυσικό καί κοινωνικό περιβάλλον. Θά απόκαταστήσει τη συνειδησιακή του ἰσορροπία καί θά τόν ἐλευθερώσει ἀπό πνευματικά δεσμά. Εἰδικά στίς μέρες μας που οἱ διαχειρι­στές τῶν πληροφοριών, τῶν γνώσεων καί τής ἐξουσίας ρα­ντίζουν τό μυαλό μας μέ χρυσόσκονη, η ἀναζήτηση της Ἀλήθειας εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό ἀνάγκη.


Η δική μου αλήθειαWhere stories live. Discover now