Ουίσκι
_______________Πόσος καιρός πέρασε άραγε από την τελευταία φορά που ήμουν χαρούμενος?
Δύο, τρείς, τέσσερις μήνες?
Λογικά θα ήταν γύρω στους εφτά.
Γιατί τόσο καιρό έχει που μου λείπει.
Όταν ήταν εδώ, ποτέ δεν μου έλειπε, ακόμα και αν ήταν μακριά μου.
Για την ακρίβεια έχουν περάσει ένας χρόνος και δεκατέσσερα δευτερόλεπτα.
Δεκαπέντε...
Δεκαέξι...
Δεκαεπτά...
Πέρασε ένας χρόνος μετρώντας τα γαμημένα δευτερόλεπτα ένα προς ένα.
Και έτσι απλά ένιωθα όλο και πιο μόνος.
Μόνο που δεν ήμουν μόνος.
Το φάντασμα της με περιτριγύριζε διαρκώς.
Με τρέλαινε.
Δεν ήταν μόνο από το ποτό.
Ακόμα και νηφάλιος την έβλεπα μπροστά μου, να μου χαμογελάει ντυμένη στα λευκά.
Και τότε καταλαβαίνω ότι δεν είναι σταληθεια εκείνη.
Εκείνη φορούσε μονάχα μαύρα.
Το τέλειο χρώμα για να την χαρακτηρίσεις ήταν το μαύρο.
Το τέλειο χρώμα για να με χαρακτηρίσεις ήταν το μαύρο.
Γι'αυτό τεροιαξαμε.
Τα συνώνυμα μπορεί να αποθουνται αλλά Άντα θα βρίσκουν τον δρόμο τους για να είναι μαζί.
Ξημέρωμα.
Και εγώ ακόμα ξύπνιος, αγκαλιά με ένα μπουκάλι ουίσκι.
Πρέπει να είναι το 365ο μπουκάλι για φέτος.
Μπουκάλι και μέρα.
Γύρισα το κεφάλι μου και αντίκρισα τα υπόλοιπα 364 μπουκάλια μου ήταν στηβαγμενα το ένα πάνω στο άλλο.
Ουίσκι.
Το αγαπημένο της ποτό.
Κοίταξα ξανά το ταβάνι.
Είχε ζωγραφίσει σύννεφα γκρίζα πάνω στο λευκό χρώμα.
Έτσι ένιωθα πια...
Γκρίζος.
Ξεθωριασμένος χωρίς το μαύρο χρώμα της.
Δεν ήθελα να σηκωθώ.
Είχα κλείσει πέντε μέρες χωρίς ύπνο.
Ένιωθα εξαντλημένος.
YOU ARE READING
Ghost Of You
Short Story|•~New~•| «|Too young, too dumb to know things like lovE|» Ήταν εκεί. Παρόλο που πάντα έλειπε. Η ηλίθια πήγε και αυτοκτόνησε, χωρίς να με υπολογίζει. Πήγε και πήδηξε στο ποτάμι, πνίγοντας μαζί με τον εαυτό της, την καρδιά μου, την ψυχή μου. Και τώρα...