Διαμαρτυρήθηκε με ένα παρατεταμένο μουγκρητό όταν ο ανατριχιαστικός ήχος από το ανέβασμα του στοριού ,την ξύπνησε βίαια και οι αχτίνες του ήλιου επιτέθηκαν στα κοιμισμένα μάτια της.
«Ναταλία; Ναταλία.» άκουσε την μελιστάλαχτη φωνή της Ξένιας,που είχε γίνει ο πρωινός εφιάλτης της την τελευταία εβδομάδα.
Γιατί δεν την άφηναν ήσυχη επιτέλους; Κυριακή ήταν και ήθελε να κοιμηθεί λιγάκι παραπάνω. Εντάξει μπορεί να ξενυχτούσε και τις καθημερινές και να ήθελε να ξυπνά μετά τις δυο το μεσημέρι, ίσα για να φαί και να ξανακοιμηθεί, αλλά τουλάχιστον σήμερα είχε το δικαίωμα να κοιμηθεί γιατί ήταν Κυριακή.
«Μμμμ;» μούγγρισε
«Ξύπνα καλή μου ο πατέρας σου σε θέλει.» είπε η Ξένια και τράβηξε απαλά το σεντόνι από πάνω της.
«Τι ώρα είναι;»
«Έντεκα και ο πατέρας σου μου ζητά να σε ξυπνήσω από τις εννιά και εγώ όλο το καθυστερώ. Δεν γίνεται όμως άλλο γιατί τα έβαλε μαζί μου.»
Η Ναταλία άνοιξε το ένα μάτι και ανασήκωσε λίγο το κεφάλι της. Έδιωξε τα καστανά σπαστά μαλλιά της από το πρόσωπο της, που είχε ακόμα πάνω του το αλλοιωμένο χθεσινό βραδινό μακιγιάζ της. Ήταν τόσο λιώμα που δεν είχε κουράγιο ούτε να ξεβαφτεί. Αν την έβλεπε η μάνα της έτσι, πάλι θα άκουγε τον εξάψαλμο. 'Πριν πατήσεις τα τριάντα το πρόσωπο σου θα χρειαστεί πλαστική μωρό μου!' συνήθιζε να της λέει αυστηρά η Λίνα Παπά , η πιο διάσημη και ακριβοπληρωμένη παρουσιάστρια μεσημεριανών εκπομπών,της ελληνικής τηλεόρασης και.....μάνα της. Είχε κάνει τουλάχιστον πέντε πλαστικές και κάτι ήξερε.
«Πάλι κήρυγμα; Δεν βαρέθηκε πια; Τι μου κάνει πρωινιάτικα; Καψώνια.» είπε με αγανάκτηση η Ναταλία.
«Δεν ξέρω αλλά φαίνεται πολύ εκνευρισμένος. Και το καλό που σου θέλω ντύσου και κατέβα γρήγορα κάτω.» κατέληξε η Ξένια.
«Γιατί γαμώτο έχει φάει κόλλημα μαζί μου τον τελευταίο μήνα. Γιατί δεν ασχολείται με τον Αλέξανδρο;» και η φωνή της ακουγόταν βραχνή και χοντρή στα αυτιά της.
«Γιατί ο Αλέξανδρος ξυπνάει κάθε πρωί και πηγαίνει στο εργοστάσιο μαζί του, ενώ εσύ έχεις καταντήσει σαν τα βαμπίρ καλή μου! Την ημέρα ξεραίνεσαι στον ύπνο και τα βράδια κρεπαλιάζεις.» της είπε η Ξένια σαρκαστικά.
Η Ναταλία ανασηκώθηκε και κρέμασε τα γυμνά πόδια της στην άκρη του κρεβατιού.
«Και τι να κάνω; Είμαι είκοσι τρία χρονών. Να μην χαρώ την ζωή μου;»