Η φυγή

202 17 6
                                    

Καλό διάβασμα

Ο Αντόνιο ετοιμάστηκε για να πίσω στην Ιταλία μπήκε σε μία μικρή στη οποία τον περίμενε ο ψαράς που του έσωσε τη ζωή. Έτρεξε γρήγορα προς την παραλία μπήκε στη βάρκα και ξεκίνησαν κάνοντας γρήγορο κουπί για την επιστροφή του. Ο Αντόνιο δεν ήθελε να φύγει. Να αφήσει την Αθήνα μόνη, αβοήθητη και κυρίος απροστάτευτη.

Ήθελε να είναι δίπλα της  να την κρατάει στην αγκαλιά του και να διώξει με έναν τρόπο που μόνο ο ίδιος ήξερε όλους τους φόβους της και οταν θα τελείωνε ο πόλεμος θα γυρνούσε πίσω και θα της χάριζε μία ζωή που την αξίζει να τη ζήσει. Μία ζωή η οποία θα την έκανε ευτυχισμένη.

Η ώρα περνούσε αργά στο κελί της Αθήνας φοβόταν για το τι θα μπορούσαν να σκεφτούν τα ανώμαλα μυαλά τους και να το κάνουν χωρίς κανένα έλεος. Με αυτή τη σκέψη δάκρυα κυλίσαν στα μάγουλα της και έβαλε τα γόνατα στο μέτωπο και άρχισε να σιγοκλαει.

Με μέσα της είχε μία ότι μια μέρα  όλα αυτά θα τελειώσουν όμως την είχε κυριέψει ο τρόμος και δεν άφηνε ελεύθερο το συναίσθημα της ελπίδας να βγει έξω.

Λίγο αργότερα μέσα στο κελί μπήκε ένας στρατιώτης. Η Αθηνά φοβήθηκε λίγο και προσπάθησε να πάει πίσω εκείνος την πλησίασε και της άφησε λίγο νερό και ψωμί.

Τον κοίταξε μέσα  στα μάτια γαλανά του μάτια και δεν είδε αυτό το αγριο και το ύπουλο βλέμμα που είχαν οι περισσότεροι. Αλλά διέκρινε μέσα στο βλέμμα του γλυκύτητα και αθωότητα. Αυτό την έκανε να ελπίζει ότι αυτός δεν ήταν σαν τους άλλους θα την βοηθούσε.
Μα και πάλι είχε τις επιφυλάξεις της.

Έτσι μέσα στις σκέψεις της έφυγε ο στρατιώτης και την άφησε μόνη σε αυτο το σκοτεινό κελί σκεπτόμενη τον Αντόνιο.

Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά και για τον Αντονιο επίσης. Τελικά φτάσανε στο μέρος στο οποίο θα επέστρεφε σπίτι του.  Βγήκε αποχαιρέτησε τον Ψαρα και τον ευχαρίστησε για όλα που του έκανε. Προχωρούσε και έβλεπε την πολη δεν ήταν όπως πριν ενα μαύρο  σύννεφο θλίψης την σκέπαζε και δεν άφηνε τις φωτεινές ακτίνες του ήλιου να μπουν και να φωτίσουν αυτό τον άδικο κόσμο.

Ξαφνικά  έβαλε τα χέρια του στις τσέπες και επιασε κάτι Όταν το είδε συνειδητοποίησε ότι ήταν το κολιε της μητέρας του. Το κοίταξε καλά και έτρεξε πίσω στον ψαρα και του είπε.
" Θέλω να προσπαθήσεις να το δώσεις στην Αθήνα και να της πεις είναι απο τον Αντόνιο. Σου το έδωσε για το όταν είσαι φοβισμένη  να το σφίγγεις στο χέρι σου και να ξέρεις ότι θα είμαι δίπλα σου έστω και από απόσταση".

Ο ψαράς έγνεψε το κεφάλι του θετικά και του χάρισε ένα χαμόγελο. Έτσι ξεκίνησε για την επιστροφή με έναν σκοπό να παραδώσει το κολιέ.  Εντωμεταξυ η καθόταν στο κελί τρώγοντας το ψωμί τα χέρια της τρεμαν η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που μπορούσε και η ίδια να την ακούσει μα μέσα σε όλα αυτά υπήρχε μια ησυχία η οποία την έκανε να παίσει σε  γλυκό ύπνο.

Αυτός ο ήρεμος ύπνος δεν κράτησε και πολύ όταν φωνές την έκαναν να τον χάσει.  Έτσι σηκώθηκε για να προσπαθήσει να δει τι συνέβαινε μα ματεα. Λίγα λεπτά αργότερα ένας στρατιώτης άνοιξε την πόρτα άγρια κάνοντας την Αθήνα να φοβηθεί και τα δάκρυα έτοιμα να τρέξουν αλλά τα έκρυψε. Αυτός ο στρατιώτης δεν ήταν ο ίδιος ήταν ένας καστανος με πράσινα έντονα μάτια που μέσα τους μπορούσες να παρατηρήσεις την άγρια ψυχή του και είχε πολλά σήματα τα οποία μάλλον σήμαιναν ότι ήταν υψηλή η θέση του.

Την άρπαξε από το χέρι και της είπε "εσύ θα έρθεις μαζί μου". ΔΕΝ ΘΑ ΠΑΩ ΠΟΥΘΕΝΑ ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΑΣΕ ΜΕ ΚΑΘΑΡΜΑ" φώναζε όσο πιο δυνατά μπορούσε κάνοντας τον να νευριάσει και να την πεταξει με όλη του την δύναμη στον τοίχο δημιουργώντας της μια πληγή στο κεφάλι και κανοντας την να χάσει τις αισθήσεις της.

Όταν ξύπνησε ένοιωσε ότι κάποιος την κρατούσε μα δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια της από τον πόνο. Όταν τα κατάφερε είδε ξανά τον ίδιο στρατιώτη που την βοήθησε πιο πριν.
Της κρατούσε το κεφάλι και της περιποιούταν την πληγή της

Μεριά Αθήνας.

"Ποιός είσαι και τι θες από εμένα"; 

"Με λένε Johannes και ήρθα για να σε βοηθήσω"

"Μα γιατί να με βοηθήσεις εσύ; Εσύ δεν είσαι μαζί με τους Γερμανούς;"

" Ναι μα η μαμά μου είναι ελληνιδα και είναι και απο δω και εγώ επίσης δεν τα μπορώ αυτά ναι το ξέρω ότι έχουμε κάνει φριχτά πράγματα αλλά δεν θέλω να αφήνω τους ανθρώπους αβοήθητους "

" Μα γιατί δεν τους βοηθάς όλους και μόνο εμένα;

(εμμ γιατί δεν είναι ο σουπερμαν😂ενας στρατιώτης είναι )

"Δεν μπορώ να τους βοηθήσω όλους επίσης μαζί με τους υπόλοιπους Ιταλούς στειλαν και εμένα μαζί και ο Αντόνιο μου μιλούσε πολύ συχνά για σένα και ξέρω ότι σημαίνεις πολλά για εκείνον
Και δεν πρέπει να σε αφήσω να χαθείς και εσύ"

''Δεν πρέπει να το ξέρει κανένας αυτό. Λοιπόν είσαι σύμφωνη;''...

Γειαααα σας νεο παρτ όπως βλέπετε τι νομίζετε ότι θα δεχθεί η Αθήνα; Ο ψαράς θα παραδώσει το κολιέ στην Αθήνα γράψτε στα σχόλια και αν σας άρεσε αφηστε και ένα αστεράκι φιλιάααα

Ο Ιταλός στρατιώτης Donde viven las historias. Descúbrelo ahora