Το επόμενο πρωί βγήκα από το σπίτι μου 10 λεπτά πριν την ώρα της συνάντησης μας. Μου είχε πει ότι θα περνούσε να με πάρει στις 09:00.
Πέντε λεπτά μετά ήρθε. Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε. Το σπίτι του ήταν 5 ώρες μακριά από την πόλη. Δεν ήξερα που βρισκόμασταν. Είμασταν μέσα σε ένα δάσος και μπροστά μας στέκονταν ένα τεράστιο σπίτι με μια μεγάλη καγκελόπορτα. Η πόρτα ήταν σκουριασμένη και φαινόταν ότι είχε να πατήσει άνθρωπος εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια. Ο Αστυνόμος άνοιξε την πόρτα με ένα παλιό κλειδί.
Όταν αυτή άνοιξε ένα κύμα σκόνης με διαπέρασε ενώ η μυρωδιά της υγρασίας ήταν εμφανής. Το σπίτι ήταν τεράστιο και γεμάτο ρωγμές στους τοίχους. Περπατήσαμε μέσα στο σπίτι το οποίο ήταν σαν ο χρόνος να σταμάτησε ξαφνικά. Υπήρχαν αφημένα παπούτσια δίπλα στην πόρτα. Πιάτα άπλυτα στον νεροχύτη. Πιάτα σπασμένα. Ντουλάπια ακόμα γεμάτα φαγητά που είχαν πιάσει μούχλα. Ήταν σαν να έφυγαν τόσο βιαστικά. Όταν ανέβηκα στον πάνω όροφο είδα τα κρεβάτια που ήταν ακόμα ξεστρωτα. Ρούχα πεταμένα στο πάτωμα. Κάποια στιγμή αντίκρισα μια κλειστή πόρτα. Προσπάθησα να την ανοίξω αλλά ήταν κλειδωμένη.Μπήκα στα αλλά δωμάτια. Έφτασα σε ένα που είχε μια μπλε ταπετσαρία στον τοίχο, η οποία είχε ξεκολλήσει και καταρρεύσει. Κατάλαβα ότι αυτό ήταν το δωμάτιο του Στέφαν. Στον τοίχο υπήρχε μια τρύπα. Κρυφοκοιταξα... Ήταν το κλειδωμένο δωμάτιο. Δεν μπορούσα να δω κάτι. Τα πατζούρια ήταν κλειστά σε αντίθεση με τα άλλα δωμάτια. Κοίταξα από έξω και είδα μια λίμνη. Βρίσκονταν κάτω από το σπίτι. Ήταν υπέροχη.
"Εκεί χάθηκε" μου είπε ο Στέφαν ενώ κάπνιζε την πίπα του και στριφογυριζε το άσπρο του μουστάκι.
"Γιατί το διπλανό δωμάτιο είναι κλειστό;" τον ρώτησα.
"Ήταν το δωμάτιο της. Η μητέρα μου πίστευε ότι θα μας έκανε καλό αν το κλειδωναμε. Αλλά αυτό τρέλανε την ίδια πιο πολύ. Πέντε χρόνια μετά αυτοκτόνησε. Φύγαμε από το σπίτι πολύ γρήγορα. Για αυτό τα πιάτα ήταν ακόμη στο νεροχύτη άπλυτα. Πολλά μου ρούχα έμειναν εδώ και παπούτσια. Ούτε τα παράθυρα δεν κλείσαμε. Πήραμε το αμάξι Και γυρίσαμε στην Νάπολη. Εκεί ο πατέρας μου ξανάπαντρεύτηκε και έκανε 2 παιδιά. Ούτε που ξέρω που βρίσκονται αυτά τα παιδιά. Μετά τον χαμό της αδερφής μου και της μάνας μου δεν ήθελα ούτε να τους γνωρίσω.
"Που βρίσκετε το κλειδί για την πόρτα;"
"Δεν ξέρω Η μάνα μου το έκρυβε συνέχεια. Δεν ήθελε κάνεις να μπει στο δωμάτιο. Θα σπάσουμε την πόρτα αναγκαστικά. Δεν έχω ιδέα που βρίσκετε."
Ο Στέφαν με μια κίνηση έσπασε την κλειδαριά και η πόρτα άνοιξε.
Το δωμάτιο ήταν πολύ σκοτεινό για αυτό εγώ άνοιξα το πατζούρι. Το δωμάτιο είχε ένα ροζ χρώμα ενώ ήταν το μόνο που το κρεβάτι του ήταν στρωμένο. Παρατήρησα πως δεν υπήρχε υγρασία ούτε μούχλα.
Τα λουλούδια στο βάζο ήταν φρέσκα σαν κάποιος να τα έβαλε εχθές. Η ντουλάπα ήταν γεμάτη με πεντακάθαρα ρούχα. Το πάτωμα ήταν καθαρό και δεν υπήρχε ούτε κοκος σκόνης στα έπιπλα. Αυτό που μου έκανε όμως εντύπωση ήταν τα λουλούδια. Το δωμάτιο δεν άνοιγε για χρόνια. Πώς γίνεται να ήταν τα λουλούδια στο βάζο ολόφρεσκα με μια μυρωδιά που διαπερνούσε τα ρουθούνια μου ευχάριστα. Ήταν τόσο περίεργο όλο αυτό.Κοίταξα τον Στέφαν και εκείνος έμεινε έκπληκτος μόλις είδε το βάζο.
"Τα λουλούδια αυτά τα είχε φέρει η αδερφή μου την ημέρα πριν την εξαφάνιση της. Θα είχαν ξεραθεί τόσα χρόνια χωρίς να έχει αλλαχτεί το νερό. "
"Είναι θαύμα!"
Ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος από το σαλόνι τρέξαμε και οι δύο κάτω. Τα παράθυρα ως δια μαγείας είχαν όλα ανοίξει. Μια γυναικεία φιγούρα στέκονταν πλάτη σε εμάς και κοιτούσε προς την λίμνη. Δεν είδα ποτέ το πρόσωπο της. Άρχισε να περπατάει. Βγήκε έξω. Στάθηκε μπροστά στην λίμνη. Άφησε το φόρεμα της να πέσει και μπήκε γυμνή στην λίμνη. Μέχρι που χάθηκε. Μέχρι να φτάσουμε στο σημείο το φόρεμα της είχε κάνει φτερά.
Κοίταξα τον Στέφαν με έκπληξη. Δεν μπορούσε να είναι αλήθεια."Είναι η αδερφή μου!" Αναφώνησε ο Στέφαν.
"Τι;"
"Αυτή είναι. Το σώμα της δεν έχει τάφο. Αυτό είναι αρκετό. Μένει στο σπίτι μας."
Χωρίς πολλά λόγια βούτηξα στην λίμνη,αφήνοντας τον Στέφαν να φωνάζει να βγω έξω. Κολύμπησα έως την μέση της λίμνης. Στο βάθος είδα ένα φως. Βούτηξα για να πάω να δω τι είναι. Καθώς πλησίαζα προς τα κάτω άρχισα να νιώθω τον εαυτό μου βαρύ. Δεν ένιωθα τα χέρια μου. Ακούγονταν ένα τραγούδι. Μια μελωδία. Και εγώ βούλιαζα. Ένα χέρι με τράβηξε προς την επιφάνεια. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα την μορφή αυτής της κοπέλας. Με έσυρε μέχρι την ακτή.
"Μην με κοιτάς. Γύρνα από την άλλη." Μου είπε.
"Μην φύγεις."
"Δεν θα φύγω,απλά γύρνα από την άλλη."
Υπάκουσα. Εκείνη βγήκε έξω και πήρε το φόρεμα της. Το φόρεσε και με βοήθησε να βγω.
Πάμε σπίτι μου είπε.
Όταν φτάσαμε στο μεγάλο σπίτι ήταν....
YOU ARE READING
Το τέρας του βυθού
Science Fiction1945: μια κοπέλα εξαφανίζετε. Φωτογραφίες της ασπρόμαυρες στολίζουν τους τοίχους. Όλοι μιλάνε για αυτό το γεγονός. Όλοι πιστεύουν ότι η εξαφάνιση οφείλετε σε πνιγμό. Ποιά είναι όμως η αλήθεια;