Το σπίτι ήταν ολοκαίνουργιο. Σαν να ήμουν σε άλλο σπίτι. Μπήκα μέσα. Η ζεστασιά του τζακιού χτυπούσε το πρόσωπο μου.
"Που είμαστε;" την ρώτησα. Εκείνη με κοίταξε περίεργα σαν να μην καταλάβαινε.
"Στο σπίτι" μου απάντησε με μια απορία στο βλέμμα της.
"Δεν το αφήσαμε έτσι. Ήταν κατεστραμμένο."
"Μμ μάλλον δεν θα το ξέρεις. Δεν πειράζει θα σου το πω εγώ. "
Πριν μου πει τον λόγο που το σπίτι μαγικά έφτιαξε ένα αγόρι και ένα ζευγάρι βγήκε από τα άλλα δωμάτια.
Ο μικρός έμοιαζε πολύ στον Στέφαν."Μάλλον πρώτα θα πρέπει να σε συστήσω. Πώς σε λένε είπαμε;"
" Gabriele"
"Μαμά μπαμπά Στέφαν από εδώ ο Gabriele, Gabriele από εδώ η μητέρα μου ο πατέρας μου και ο αδερφός μου Στέφαν."
"Πόσο έχει ο μήνας;
"16/07/1945"
"Πώς γίνεται αυτό. Εγώ ζω στο 2018. Δεν γίνετε να είμαστε στο 1945."
"Έλα επάνω" Μου είπε αυτή. Ακόμα δεν ξέρω το όνομα της.
"Πώς σε λένε;"
"Isabella" Είναι η αδερφή του. Έμεινα έκπληκτος.
"Όλοι νομίζουν ότι είσαι νεκρή ακόμα και ο αδερφός σου. Και εσύ δεν κάνεις τίποτα."
"Δεν γίνεται να κάνω." Αν βγω στο 2018 θα πεθάνω. Το τέρας της λίμνης με φυλάκισε στο παρελθόν. Τουλάχιστον όλοι έχουν αποδεχτεί ότι έχω πεθάνει. Ας είναι."
"Δεν μπορείς να βγεις στο σήμερα."
"Όχι. Αν βγω θα πεθάνω. Κανονικά στο 2018 θα έπρεπε να είμαι ήδη νεκρή."
"Το πρωί είδα μια γυναικεία φιγούρα που στέκονταν στο παράθυρο. Εσύ ήσουν;"
"Ναι,ήταν ένα σημάδι του ότι είναι καλά."
"Πώς θα γυρίσω πίσω στο 2018. Ο Στέφαν περιμενει να γυρίσω. Πρέπει να του πω ότι είσαι καλά."
"Δεν ξέρω αν θα υπάρχει γυρισμός."
Βγήκα γρήγορα από το σπίτι και άρχισα να τρέχω προς την κοντινότερη πόλη. Στον δρόμο μου είδα μια κοπέλα. Στέκονταν στην άκρη του δρόμου με ένα πιστόλι στο ένα της χέρι. Το άλλο χέρι το είχε τοποθετημένο στο κεφάλι της ενώ φαινόταν η κατάθλιψη στο βλέμμα της. Είμασταν στην μεσ η του πολέμου το είχα ξεχάσει. Το ζούσα live. Φτάνοντας στην πόλη είδα πολλούς στρατιώτες μαζεμένους σε μια γωνιά.
Μόλις πέρασα από μπροστά τους ένας από αυτούς μου φώναξε."Ει εσύ Φλώρε για που το έβαλες;"
Δεν του απάντησα. Δεν ήθελα να μου τινάξει τα μυαλά στον αέρα. Ήμουν νέος για να πεθάνω. Κοντά υπήρχε μια λίμνη. Σκέφτηκα να πάω προς τα εκεί.
Ο στρατιώτης με ακολούθησε. Μιλούσε γερμανικά οπότε κατάλαβα ότι δεν ήταν Ιταλος.Άρχισα να επιταχυνω το βήμα μου.Ένας πυροβολισμός ακούστηκε και είδα την σφαίρα να περνάει από δίπλα μου.Γύρισα και τον κοίταξα και σήκωσα τα χέρια ψηλά. Εκείνος με πλησίασε και με κοίταξε μέσα στα μάτια όλο θυμό. Ξαφνικά ένιωσα το βλέμμα του να χαλαρώνει.
"Να ακούς όταν σου μιλάνε." Μου είπε και έφυγε κάπως γρήγορα θα έλεγα.
Παράξενο. Συνέχισα να περπατάω. Είδα ένα μαγαζί με ρούχα και μπήκα μέσα. Έπρεπε να φοράω κάτι που να τραβάει λιγότερο την προσοχή. Κάτι της εποχής.
Μπήκα μέσα και άρχισα να δοκιμάζω ρούχα. Όταν βρήκα αυτό που μου άρεσε πήγα στο ταμείο ας πούμε να πληρώσω. Είχα λίγα λεφτά μαζί μου το μόνο θέμα ήταν ότι εγώ είχα ευρώ. Στο 1945 δεν υπήρχαν τα ευρώ. Οπότε όταν ακούμπησα τα λεφτά στο ταμείο όλο το μαγαζί με κοιτούσε περίεργα και παρατήρησα ότι ο ταμίας κοιτούσε τα λεφτά με ανοιχτό το στόμα. Μάζεψα τα λεφτά και άρχισα να τρέχω ( με τα καινούργια ρούχα και με τα παλιά στο χέρι). Έφτασα στο σπίτι και είδα την Isabella να με κοιτάει περίεργα."Που ήσουν τόσες ώρες. Νύχτωσε!"
"Το ξέρω απλά ήθελα χρόνο να συνειδητοποιήσω πόσο φιλικοί είναι οι άνθρωποι της πόλης."
" Μην μου πεις Ότι τους τράβηξες την προσοχή. "
"Εμμ Όχι ότι με κυνηγούσε ένας Γερμανός στρατιώτης και όχι όταν όταν πήγα να αγοράσω ρούχα για να μοιάζω περισσότερο στο Τώρα ξέχασα ότι δεν είχα να νομίσματα της εποχής αλλά τα ευρώ Όχι μην το ξαναπείς αυτό.
YOU ARE READING
Το τέρας του βυθού
Science Fiction1945: μια κοπέλα εξαφανίζετε. Φωτογραφίες της ασπρόμαυρες στολίζουν τους τοίχους. Όλοι μιλάνε για αυτό το γεγονός. Όλοι πιστεύουν ότι η εξαφάνιση οφείλετε σε πνιγμό. Ποιά είναι όμως η αλήθεια;