Η συνάντηση

1 0 0
                                    


   Η ιστορία μας ξεκινάει σε μια βροχερή πόλη της Αμερικής στην οποία ζει ένα ήσυχο παιδί ο Nakil.O Νakil έχει μαύρα μαλλιά σαν το σκοτάδι της νύχτας και μάτια καταγάλανα σαν τον ουρανό.Πηγαίνει τρίτη γυμνασίου και ζει με τη γιαγιά του επειδή έχασε τους γονείς του από μικρή ηλικία.'Ετσι λοιπόν μια μέρα καθώς γυρνούσε από το σχολείο σκεφτόταν την εκδρομή που θα πήγαιναν την επόμενη μέρα αλλά στενοχωριόταν από τη συμπεριφορά των συμμαθητών του προς αυτόν. Μόλις έφτασε στο μικρό σπίτι που έμενε με τη γιαγιά του,η γιαγιά του τον ρώτησε:

-Θες να σου βάλω λίγο φαγητό;

-Όχι γιαγιά δε πεινάω.Θα πάω να ξαπλώσω.

-Τι έχεις Νakil;

-Τίποτα γιαγιά απλώς είμαι κουρασμένος.

Ο Νakil πέρασε όλη την υπόλοιπη μέρα στο δωμάτιο του ξαπλωμένος στο κρεβάτι.Την άλλη μέρα ξύπνησε νωρίς και ξεκίνησε για το σχολείο.Όταν έφτασε στο σχολείο μπήκαν κατευθείαν στα λεωφορεία για να πάνε στο δάσος. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής άκουγε τους συμμαθητές του να κάνουν σχέδια σχετίκα με την εκδρομή ενώ εκείνος δε μπορούσε γιατί δεν είχε κανένα φίλο και όλοι εξάλλου τον κορόιδευαν. Μόλις έφτασαν όλοι οι συμμαθητές του κατέβηκαν τρέχοντας από το λεωφορείο ενώ ο Nakil κατέβηκε ήσυχα χωρίς να μη τον παρατηρήσει κανείς.Αμέσως μετά η καθηγήτρια τους μάζεψε σε μία σειρά για να προχωρίσουν.Εκείνος όμως καθώς προχωρούσε άκουσε ένα ουρλιαχτό και έτρεξε να δει τι έγινε. Κανένας δε παρατήρησε ότι είχε φύγει.Ο Nakil αφού ακολούθησε το ουρλιαχτό,βρήκε μια σπήλια.

Περίμενε έξω από τη σπηλιά για πολλή ώρα μέχρι που βγήκε ένα τέρας που έμοιαζε με δράκο.Ήταν τεράστιος,το δέρμα του έμοιαζε με ερπετού και ήταν σκούρος μπλε σαν τον ουρανό όταν βραδιάζει.Μόλις τον είδε ο Nakil δεν άρχισε να τρέχει αλλά τον έβλεπε που κούτσαινε και έτσι πήγε να δει ήρεμα τι είχε το πόδι του.Έβγαλε από το σακίδιο του ένα επίδεσμο τύλιξε το ματωμένο του πόδι.Τότε ο Nakil είπε στο δράκο:

-Σε μια μέρα θα γίνεις καλά και θα μπορείς να επιστρέψεις σπίτι σου.Αλλά απορώ από πού ήρθες;

Μετά από λίγο ο Nakil έβγαλε ένα σάντουιτς από το σακίδιο του,το έκοψε στη μέση και το ένα κομμάτι προσπάθησε να το δώσει στο δράκο.Ο δράκος αρχικά το μύριζε αλλά μετά πεινασμένος το έπιασε με το στόμα του και το έκανε μια χαψιά.Η ώρα πέρασε και βράδιασε.Η γιαγιά του Nakil ανησυχούσε επειδή ο Nakil δεν είχε γυρίσει.Ο Nakil και ο δράκος μπήκαν μέσα στη σπηλιά γιατί έβρεχε.

Μία παραμυθένια πλευρά του κόσμουWhere stories live. Discover now