Stay Away 3°

1.1K 76 0
                                    


Όταν η Καταλίνα επέστρεψε το μεσημέρι στο σπίτι, άκουσε φωνές από την πίσω πλευρά του κήπου. Πλησίασε και είδε τους γονείς της να λογομαχούν έντονα.
«Αυτό που λες δε γίνεται. Κατάλαβε το, Λεονάρντο! Δεν μπορούμε να αφήσουμε μόνη της την Καταλίνα για έναν μήνα».
«Δεν το καταλαβαίνεις; Η συμφωνία είναι σημαντική για το μέλλον της εταιρίας και δεν μπορώ να την αγνοήσω. Στο ταξίδι αυτό πρέπει να έρθεις κι εσύ μαζί».
Η Άννα φανερά εκνευρισμένη έπιασε το κεφάλι της τρίβοντας απαλά τους κροτάφους της. Ποτέ δεν της άρεσε να αφήνει τη μοναχοκόρη της μόνη, σε αντίθεση με τον άντρα της που ήταν συνηθισμένος να λείπει μεγάλα διαστήματα σε επαγγελματικά ταξίδια.
«Λεονάρντο, το παιδί σε λίγες μέρες έχει τα γενέθλιά του» προσπαθούσε να βρει αφορμή, αλλά εκείνος φάνηκε να είναι περισσότερο αποφασισμένος από κάθε άλλη φορά.
«Πρέπει να ξεκολλήσουμε επιτέλους από πάνω της; Την πνίγουμε, δεν το καταλαβαίνεις;».
«Φοβάμαι μήπως της συμβεί κάτι κακό» παραδέχτηκε η Άννα.
«Μήπως εξαιτίας όλης αυτής της υπερπροστατευτικότητάς μας, η κόρη μας έγινε αλλόκοτη; Είναι δυνατόν να έχει μόνο μία φίλη; Να μη βγαίνει; Να μη διασκεδάζει όπως κάνουν τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας της. Μπορεί να κάνουμε λάθος, το σκέφτηκες;» της είπε έντονα.
Η Άννα άρχισε να περπατάει πέρα- δώθε νευρικά. Δεν ήταν τυφλή. Γνώριζε καλά πως η κόρη της είχε θέμα με τις κοινωνικές της συναναστροφές και αυτός ήταν ένας πολύ σοβαρός λόγος που την προβλημάτιζε και την έκανε να ανησυχεί. 
Η Καταλίνα μόλις κατάλαβε πως οι γονείς της μάλωναν για χάρη της, τους πλησίασε. Η μητέρα της την αντιλήφθηκε και γύρισε κοιτάζοντάς τη λυπημένη.
«Παιδί μου, εγώ απλώς σκέφτηκα πως...» ξεκίνησε να λέει σαστισμένος ο πατέρας της  και η Καταλίνα τον διέκοψε.
«Πως είμαι αλλόκοτη; Μπορεί και να είμαι!» παραδέχτηκε ενοχλημένη και έπειτα έστρεψε κι έφυγε.
Ανέβηκε στο δωμάτιο της και, πετώντας την τσάντα της κατάχαμα, ξάπλωσε στο κρεβάτι της.
Χτύπησε μια φορά η πόρτα και την επόμενη στιγμή άνοιξε κι εμφανίστηκε η μητέρα της.
«Στεναχωρήθηκες;» τη ρώτησε και πήγε κοντά της.
Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού με χαμηλωμένο το βλέμμα και το χέρι της ακούμπησε το πόδι της κόρης της χαϊδεύοντάς το στοργικά.
«Ο μπαμπάς έχει δίκιο. Πρέπει να σταματήσεις να φοβάσαι για μένα» αποκρίθηκε.
Η μητέρα της παρέμεινε σκυφτή και προβληματισμένη.
«Ξέρεις πόσα χρόνια τυραννίστηκα για να σε φέρω σ’ αυτόν τον κόσμο;» είπε χαμηλόφωνα η Άννα «και όταν σε απέκτησα, ένιωθα τύψεις για τις ώρες που έλειπα και σε άφηνα στις νταντάδες» συνέχισε και όταν τελικά ανασήκωσε τα μάτια της, αυτά ήταν βουρκωμένα από τη συγκίνηση.
Η Καταλίνα γονάτισε στο πλάι της μητέρας της και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
«Ήσουν η καλύτερη μαμά του κόσμου» της είπε και η Άννα χαμογέλασε.
«Αλήθεια, το πιστεύεις αυτό;» ζήτησε επιβεβαίωση από την κόρη της.
«Ναι, μαμά, το πιστεύω. Όπως επίσης πιστεύω πως πρέπει σιγά-σιγά να αρχίσω να βγαίνω λιγάκι παραέξω από το ‘χρυσό μου κλουβί’. Με κάλεσαν σε ένα πάρτι και αποφάσισα να πάω» της ανακοίνωσε.
Η Άννα δεν πίστευε στα αφτιά της. Την αγκάλιασε και άπλωσε τα χέρια της αφήνοντας ένα απαλό χάδι στα μακριά της μαλλιά.
«Είμαι τόσο ενθουσιασμένη, αγάπη μου! Επιτέλους αποφάσισες να βγεις. Ίσως κάνεις καινούργιους φίλους, καινούργιες παρέες και αρχίσεις να βγαίνεις πιο συχνά».
«Ηρέμησε, μαμά. Σε ένα πάρτι θα πάω» της έκοψε τη φόρα.
«Και αυτό μπορεί να είναι η αρχή» χαμογέλασε με ελπίδα η Άννα.
«Να πας μαζί του, μαμά. Μη τον αφήνεις μόνο. Δεν έχω πρόβλημα ειλικρινά. Όπως κι εσύ θέλεις να είμαι χαρούμενη κι ευτυχισμένη, το ίδιο επιθυμώ κι εγώ για σένα και τον μπαμπά».
«Εντάξει» απάντησε αβίαστα η μητέρα της.
«Μου το υπόσχεσαι;»
«Ναι, θα πάω».
«Τέλεια!» ξεφώνισε ενθουσιασμένη και τη φίλησε ξανά σκαστά στο μάγουλο. «Και τώρα, αν δε σε πειράζει, λέω να ξαπλώσω λιγάκι, γιατί πιο αργά κανόνισα να πάω με την Κλαρίσα για ψώνια και, όπως καταλαβαίνεις, θα χρειαστώ υπερβολική αντοχή και υπομονή».
Η Άννα χαμογέλασε. Συνειδητοποιούσε πως η κόρη της μεγάλωνε διαμορφώνοντας έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Και παρόλο που η ίδια σε κάποια σημεία διαφωνούσε, ήξερε πως θα έπρεπε να τα αποδεχτεί και να υποχωρήσει. Γιατί έτσι όφειλε να πράξει μία μάνα που αγαπάει το παιδί της.
«Είμαι πολύ περήφανη για σένα» είπε στην κόρη της, πριν βγει από το δωμάτιο.
Η πόρτα έκλεισε και η Καταλίνα ξάπλωσε ξανά. Η καρδιά της από το πρωί πήρε τα ηνία από το μυαλό της. Οι γονείς της θα έφευγαν, η Κλαρίσα ήταν ενθουσιασμένη για το πάρτι και η ίδια ένιωθε μπερδεμένη. Είχε ένα σφίξιμο στο στήθος, που όσο και αν ήθελε να το διώξει, εκείνο παρέμενε αγέρωχο. Πήρε αγκαλιά το μαξιλάρι της και προσπάθησε να αδειάσει τις σκέψεις της. Αύριο θα ξημέρωνε μία καινούρια μέρα.


💋💋💋💋

Stay Away ΥΠΟ Where stories live. Discover now