«Τι κι αν ζεις στο σκοτάδι, κάποια στιγμή το φως θα έρθει... αν το διώξεις, θα είσαι άξιος της μοίρας σου...»
Λουκ
Το ξέρω πως θα μου κάνεις τη χάρη απόψε, Θεέ. Πάντα την κάνεις στο τέλος. Θέλω να ρίξεις για μένα την πιο δυνατή σου βροχή. Να τα διαλύσεις όλα. Να μην αφήσεις πουθενά τα σημάδια μου. Δεν έχω μάθει να χάνω και το ξέρεις πολύ καλά. Ναι, δε θα πω ψέματα. Εμείς οι δυο είχαμε τις διαφωνίες μας στο παρελθόν αλλά αυτός είμαι. Δικό σου δημιούργημα. Θυμάσαι; Γιατί εγώ θυμάμαι πολύ καλά το κενό που ένιωθα. Εσύ το ξεκίνησες λοιπόν, και όχι εγώ. Έχω βαρεθεί να μιλάω μαζί σου προσπαθώντας βράδια ατελείωτα να καταλάβω. Δε μου απάντησες ποτέ. Ούτε και θα το κάνεις.
Βλέπω την αδικία! Υπάρχουν παιδιά που πεινάνε, κρυώνουν και πεθαίνουν. Εγώ μπορεί να τα κατάφερα αλλά δεν ξέρω αν μου άξιζε αυτή η ευκαιρία. Δεν είμαι καλός. Το αντίθετο μάλιστα. Κάνε μου λοιπόν τη χάρη και φέρε τη βροχή. Να ξεπλύνει τις αμαρτίες που είμαι σίγουρος πως τις καταγράφεις. Ελπίζω να κρατάς μεγάλο τετράδιο. Αν συνεχίσω να ζω, θα κάνω πολλές. Τόσες, ώστε να καταφέρω να καώ στην κόλαση. Γιατί εκεί θα στείλεις. Δε μετανιώνω, όμως. Η παρτίδα που παίζω με τη ζωή είναι χαμένη εξ’ αρχής, και ξέρω πως κρατάει καλά κρυμμένους τους άσσους της, για να μου τη φέρει. Αυτό που δεν ξέρεις όμως είναι πως εγώ αποφασίζω πότε θα χάσω.
Η ανάσα μου αφήνει πάνω στο τζάμι μια θαμπάδα η οποία μπορεί να κρύβει την υφή του, άλλα πάντα πίσω από την κάλυψή του, θα παραμένει ένα κομμάτι γυαλί… που όσο και να θολώνει, όσο και να βρέχεται, με ένα πανί επιστρέφει στην αρχική του μορφή. Επιστρέφει στο τίποτα. Σε αφήνει να δεις, αλλά δε σου επιτρέπει να αγγίξεις. Αν σπάσει, θα μετατραπεί σε άπειρα μικρά κομμάτια. Το γυαλί σπάει. Σκορπάει. Χάνεται. Διαλύεται. Ακόμα και να ψάξεις για τα κομμάτια, δε θα τα βρεις πότε όλα. Ξέρεις γιατί; Γιατί πολύ απλά πάντα κάτι θα λείπει. Πίστεψε με, πρέπει να φροντίσεις καλά, έτσι ώστε, αν σπάσω ποτέ, να καταστραφώ. Μην ανησυχείς όμως. Προσέχω. Δεν πέθανα ούτε από την πείνα, ούτε από το κρύο, ούτε από το ξύλο.
Η κόλαση έχει ανοίξει ήδη τις πύλες της για μένα και με περιμένει.***
Η νύχτα ήταν με το μέρος του, όπως ακριβώς το ζήτησε. Ο ουρανός έμοιαζε θυμωμένος. Στο βάθος του μπορούσες να δεις τις κατάλευκες λάμψεις που δημιουργούσαν οι αστραπές. Η βροχή ήταν καλό σημάδι και ο Λουκ άφησε το βλέμμα του να χαθεί μέσα της. Κοίταξε την καταιγίδα, που μαινόταν λίγα χιλιόμετρα μακριά, ξέροντας πως το πολύ σε μία ώρα θα πλησιάσει. Τράβηξε μια δυνατή τζούρα από το τσιγάρο και πέταξε το υπόλοιπο από το μπαλκόνι. Το κάπνισμα για τον ίδιο δεν ήταν ανάγκη αλλά καθαρή απόλαυση. Στη ζωή του εξάλλου, δεν είχε μάθει να έχει ανάγκες, καθώς τις θεωρούσε αδυναμίες. Μετέτρεψε, λοιπόν, την έννοιά τους και τις μετονόμασε σε απολαύσεις.
Μπήκε στον χώρο που, πλέον, αισθανόταν σπίτι του. Η αποθήκη ήταν εδώ και χρόνια εγκαταλελειμμένη και οι εγκαταστάσεις της ήταν παλιές. Αποφάσισε να την κρατήσει για τον εαυτό του, αφού πήρε πρώτα την έγκριση του Νικ.
Μεγαλωμένος στους δρόμους της Νέας Υόρκης, μαθημένος να ζει πάντα από ‘δω και από ‘κει, ένιωθε πως σε εκείνη την απόμερη, άχαρη αποθήκη βρήκε αυτό που έψαχνε. Ένα μέρος για να αποκαλεί σπίτι όλες εκείνες τις νύχτες που έχανε τον εαυτό του. Πήρε τη μικρή, μαύρη βαλίτσα και την τοποθέτησε επάνω στο παλιό, ξύλινο γραφείο. Την άνοιξε χωρίς να αγγίξει το περιεχόμενό της και έβγαλε άλλο ένα τσιγάρο από το ταλαιπωρημένο πακέτο που είχε στην τσέπη. Τράβηξε την καρέκλα και κάθισε, ακουμπώντας με τα δάχτυλα το όπλο του.
Έκλεισε για λίγο τα μάτια του καθώς σκηνές από την παιδική του ηλικία άρχισαν να ξεπηδούν στο μυαλό του, κλονίζοντας την αυτοσυγκέντρωσή του. Η εικόνα ενός μικρού αγοριού που ζητιάνευε στον δρόμο, φορώντας μόνο ένα ζευγάρι σκισμένα παπούτσια, μια κοντομάνικη φθαρμένη μπλούζα και ένα παντελόνι γεμάτο τρύπες, ζωντάνεψε. Η επιστροφή του στο σπίτι με αδειανά τα χέρια ισοδυναμούσε με την επιστροφή του στην κόλαση.
Οι αλκοολικοί γονείς του θεωρούσαν δεδομένο πως, αφού τον είχαν φέρει στη ζωή, είχε υποχρέωση να τους προσφέρει. Καθισμένος σε μια καρέκλα, γυμνός, ο μικρός Λουκ έπρεπε να τιμωρηθεί που γύρισε σπίτι χωρίς χρήματα. Όσο κι αν έκλαιγε κι αν παρακαλούσε, κανείς δεν μπορούσε να τον σώσει από τη δερμάτινη ζώνη που λειτουργούσε άψογα ως προέκταση του χεριού του βάναυσου πατέρα του. Η μάνα του πάντα καθισμένη σε μια γωνιά παρακολουθούσε σιωπηλή το βασανιστήριο του. Ίσως φοβόταν να αντιδράσει ή μπορεί και να μη την ένοιαζε που το παιδί της υπέφερε.
Άνοιξε τα μάτια και, σφίγγοντας το σαγόνι, ξεκίνησε να καθαρίζει το όπλο του. Έβγαλε ένα-ένα τα κομμάτια έξω από το βαλιτσάκι και πήρε στα χέρια του το πανί επιλέγοντας πρώτα να καθαρίσει τον σιγαστήρα.
Στα εικοσιτέσσερά του χρόνια είχε καταφέρει να είναι δεύτερος στην ιεραρχία σε μία από τις μεγαλύτερες μαφίες της χώρας. Το μυαλό του σχημάτισε ξανά άλλη μια εικόνα. Το μικρό αγόρι εξαντλημένο, βράζοντας από τον πυρετό, παρακαλούσε για ένα δολάριο στους παγωμένους δρόμους. Ένας ξένος στάθηκε μπροστά του και παρατήρησε τις αμέτρητες μελανιές που είχε στο κορμάκι του· αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν ένα μικρό παιδί να δέχεται τέτοια βάναυσα χτυπήματα. Οι πρώτες νιφάδες του χιονιού άρχισαν να πέφτουν και ο μικρός Λουκ ανασήκωσε το βλέμμα του. Είδε τον άγνωστο, καλοντυμένο άντρα και σκέφτηκε πως θα μπορούσε να του δώσει αρκετά χρήματα, ώστε να επιστρέψει σπίτι και ίσως, αν ήταν τυχερός, να γλίτωνε από μια μαρτυρική νύχτα. Ο άντρας βλέποντας το μικρό αγόρι να τρέμει από το κρύο, έβγαλε την καμπαρντίνα του και τον σκέπασε.
Αφού τελείωσε με το καθάρισμα, προσάρμοσε τα μέρη του όπλου στη βάση, ενώ για το τέλος άφησε τον σιγαστήρα. Ένιωσε ικανοποιημένος όταν, έτοιμο πια, το κράτησε στα χέρια ενώ στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο.
Η τωρινή του εικόνα δεν είχε καμία σχέση με εκείνη του μικρού ζητιάνου. Ήταν ψηλός και πάνω στο καλοχτισμένο κορμί του υπήρχαν άψογα ζωγραφισμένα με μελάνι σχέδια που το καθένα είχε τον δικό του συμβολισμό.
Το πρόσωπό του είχε μια άγρια, εξωτική ομορφιά ενώ τα σκούρα, καστανόξανθα, μακριά μαλλιά του ήταν μαζεμένα πίσω και το πλαϊνό μέρος του κεφαλιού του ήταν ξυρισμένο· δυνατές γωνίες και πλούσια χείλη έδεναν αρμονικά με τα σαγηνευτικά, γκριζοπράσινα μάτια του. Δύο μάτια που όμοια τους σπάνια συναντούσε κανείς, καθώς εκτός από το υπέροχο σχήμα τους, όταν ήταν θυμωμένος, μεταλλάσσονταν παίρνοντας πιο σκούρες αποχρώσεις. Κανείς, όμως, δεν ήθελε να δει αυτόν τον άντρα εξαγριωμένο.
Τράβηξε μια τελευταία τζούρα και με τα δάχτυλά του εκτόξευσε την τελειωμένη γόπα έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Σηκώθηκε από την καρέκλα και τοποθέτησε το όπλο στο πίσω μέρος του ξεθωριασμένου, γεμάτο σκισίματα, μαύρου τζιν. Πλησίασε στο κρεβάτι και, επιλέγοντας ένα λευκό μπλουζάκι από μια στοίβα, το φόρεσε.
Θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί από πολλούς «κακό αγόρι» και δε θα είχαν άδικο. Είχε πάψει από μικρός να νιώθει ευάλωτα συναισθήματα, πράγμα που τον έκανε να δείχνει ψυχρός και ανελέητος. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τον φώναζαν «Ice», αλλά ο ίδιος δεν ενοχλούνταν καθόλου, αντιθέτως καμάρωνε.
Οι μηχανές και τα γρήγορα αυτοκίνητα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του και είχε αρκετά από αυτά στη συλλογή του.
Για τις γυναίκες από την άλλη, αυτός ο τύπος άντρα ήταν η απόλυτη καταστροφή, ενώ αυτές για εκείνον ήταν απλώς ευχαρίστηση. Ήθελε πάντα να έχει τον απόλυτο έλεγχο. Η πεποίθηση του, ότι ο έρωτας δεν υπάρχει και είναι απλώς ένα καλοστημένο παραμύθι το οποίο γέμιζε τα μυαλά των γυναικών με ψεύτικα όνειρα κι ελπίδες, ήταν ακράδαντη και δε θα άλλαζε ποτέ. Ξεκαθάριζε εξαρχής τη θέση του απέναντι στα θηλυκά και ήταν πάγια αρχή του να μην πηδάει δεύτερη φορά την ίδια γυναίκα.
Δεκατρία χρόνια είχαν περάσει από τότε που ο Νικ τον είχε βρει στον δρόμο και τον μάζεψε στο σπίτι του. Του έδωσε φαγητό, καθάρισε τη βρωμιά από πάνω του, ενώ τον έντυσε ζεστά για να μην κρυώνει. Ο Νικ πάντα ένιωθε ευαισθησία για όλα αυτά τα μικρά, αβοήθητα παιδιά. Δεν είχε αποκτήσει ποτέ δικά του και πίστευε πως είναι αμαρτία να σου χαρίζει ο Θεός ένα τέτοιο δώρο κι εσύ να το πετάς στους δρόμους.
Η σχέση όμως που ανέπτυξε με τον Λουκ ήταν ιδιαίτερη. Παρόλο που ήταν ένας από τους μεγαλύτερους μαφιόζους της Νέας Υόρκης, όταν αντίκρισε σε αυτή την κατάσταση αυτό το ρακένδυτο αγόρι, λύγισε. Το πήρε υπό την προστασία του, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες που έκαναν οι γονείς του για να τον εντοπίσουν. Τον δίδαξε και τον γαλούχησε σύμφωνα με τις δικές του αρχές κάνοντας τον τελικά έναν από τους πιο ικανούς άντρες του και δεξί του χέρι.
Στην ηλικία των δεκατεσσάρων του έδωσε ως δώρο το πρώτο όπλο του. Ο Νικ τον κρατούσε ενήμερο για την κατάσταση των γονιών του. Η κατάληξη τους δεν ήταν και η καλύτερη, αφού, όταν τον έχασαν, έχασαν μαζί και τους οικονομικούς τους πόρους. Πήγαν σε όλα εκείνα τα μέρη που τον έστελναν να ζητιανεύει, αλλά εκείνος δεν ήταν πουθενά. Ο πατέρας του όμως έδρασε γρήγορα και, στέλνοντας τη γυναίκα του αυτή τη φορά στους δρόμους, την ανάγκασε να πουλά το κορμί της για ψίχουλα, μέχρι που βρέθηκε νεκρή.
Όλα αυτά τα χρόνια ο Λουκ ήξερε, επέλεξε όμως να περιμένει την κατάλληλη στιγμή. Ένα βράδυ συζήτησε με τον Νικ την απόφασή του· ήθελε να δώσει ένα τέλος σε αυτό το σκληρό παρελθόν και να τιμωρήσει τον κύριο υπεύθυνο. Πήρε τη συγκατάθεση του μέντορά του και πήγε να βρει τον πατέρα του.
Ο Λουκ εκείνο το βράδυ άλλαξε. Σκότωσε χωρίς δισταγμό το ίδιο του το αίμα και αυτό ήταν η αρχή όλων. Του άνοιξε τον δρόμο σε μια καινούρια ζωή για τον ίδιο, σβήνοντας το νοσηρό παρελθόν του και οδηγώντας τον εαυτό του σε ένα σκοτεινό, γεμάτο εξουσία μέλλον.
Είχε καταφέρει να αποδείξει την αξία του σε όλους, ενώ δεν ήταν μυστικό πως κάποια στιγμή θα αναλάμβανε εκείνος τα ηνία της συμμορίας του Νικ.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον μεγάλο, μακρύ διάδρομο της αποθήκης. Μπορεί να είχε λεφτά, αλλά αυτά ποτέ δεν ήταν αυτοσκοπός του. Αυτό μπορεί να ήταν και ένα κρυφό απωθημένο, αφού εξαιτίας των χρημάτων είχε υποστεί τη χειρότερη κακοποίηση της ζωής του.
Κατέβηκε τη σκάλα, έριξε μια ματιά στον χώρο κι έβγαλε από την τσέπη το κινητό του. Η ώρα είχε φτάσει.
«Είμαι έτοιμος. Σε δεκαπέντε λεπτά ραντεβού έξω από το εμπορικό. Ο στόχος θα βρίσκεται εκεί» είπε και προχώρησε προς την κεντρική πόρτα του κτιρίου.
Έβγαλε τα κλειδιά της μηχανής από την τσέπη του μπουφάν του και βγήκε.
«Θα είμαι εκεί» απάντησε με την μπάσα φωνή του ο Λίαμ κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο Λίαμ ήταν για εκείνον αδερφός και μπορεί να μην είχαν καμία συγγένεια εξ’ αίματος, αλλά τον εμπιστευόταν τυφλά. Ο Νικ τον βρήκε, όπως και τον Λουκ, στον δρόμο. Ανήλικο παιδάκι το είχαν κάνει βαποράκι και πουλούσε ναρκωτικά για να ζήσει. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, δεν άργησαν να γίνουν αχώριστοι.
Κάνανε μαζί όλες τις βρομοδουλειές του Νικ, γίνανε οι πιο έμπιστοι άντρες του και, όπου πήγαιναν, άφηναν στο διάβα τους την καταστροφή. Βάφτισαν τη μαφία ‘φαμίλια’ και σκότωναν στο όνομά της χωρίς ενδοιασμούς.
Πήγε προς τη μεγάλη, μαύρη μηχανή του. Η συγκεκριμένη δουλειά- είσπραξη δανεικών- ήταν υπόθεση ρουτίνας. Κάποιος χρωστούσε κι έπρεπε να πληρώσει.
Η μόνη διαφορά εκείνη τη νύχτα ήταν πως το λεγόμενο «πακέτο» είχε τρανταχτό όνομα.
Ο γιος του μεγαλοβιομήχανου Λούσιο Σάντσεζ-εθισμένος στον τζόγο- δεν μπορούσε να ζητήσει λεφτά από τον πατέρα του, με αποτέλεσμα να καταφύγει στον Σαλβατόρε για δανεισμό. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο νεαρός ήταν ασυνεπής στις επιστροφές των δανεικών του.
Ο Λουκ φόρεσε το κράνος και λίγο πριν κατεβάσει το τζάμι, έριξε μια ματιά ψηλά· ο ουρανός σκοτείνιασε και τα σύννεφα έγιναν ακόμη πιο απειλητικά. Σήκωσε το φερμουάρ από το μπουφάν, κατέβασε το τζάμι του κράνους και γύρισε το κλειδί δίνοντας ζωή στη μηχανή του.
Το έργο του ήταν απλό: Έπρεπε να βρεθεί με τον στόχο, να πάρει το πακέτο και να αποχωρήσει. Είχε δει πολλά και έμαθε να μην εμπιστεύεται κανέναν. Προετοιμασμένος για κάθε πιθανό ενδεχόμενο έπαιρνε πάντα μαζί το όπλο του, ακόμη κι αν δεν το χρησιμοποιούσε.
Με ένα δυνατό πάτημα του γκαζιού αύξησε την ταχύτητα στη μηχανή· ο αέρας που τον διαπερνούσε του άφηνε την αίσθηση, πως ο καιρός θα αγρίευε επικίνδυνα. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είχε ήδη φτάσει στον προορισμό του.
Το εμπορικό κέντρο είχε κλείσει τα περισσότερα φώτα του, ενώ οι τελευταίοι άνθρωποι αποχωρούσαν σιγά-σιγά. Σταμάτησε τη μηχανή και σήκωσε το τζάμι του κράνους του, ψάχνοντας να βρει τον Λίαμ. Η συνάντηση θα γινόταν στο στενό πίσω από το εμπορικό και ήταν προγραμματισμένη από την προηγούμενη μέρα.
Έκανε αναστροφή και το μάτι του έπεσε κατευθείαν πάνω στη μηχανή του Λίαμ, που ήταν σταματημένη πίσω από έναν θάμνο. Μαζί του είχε πάρει κι έναν ακόμη νεοφερμένο, τον Τζόναθαν. Πάρκαρε κοντά του, έβγαλε το κράνος και το τοποθέτησε πάνω στη μηχανή.
Τα φώτα χαμήλωσαν κι άλλο, το σκοτάδι άρχισε να απλώνεται και πλέον η ατμόσφαιρα έμοιαζε ιδανική. Ο Λουκ έκανε σήμα στον Λίαμ, ο οποίος με τη σειρά του κοίταξε καλά γύρω. Μηχανικά άρχισε να εκτελεί κι εκείνος τις ίδιες κινήσεις. Από παιδιά μαζί έμαθαν πως, για να επιβιώσουν σε αυτόν τον σκληρό κόσμο, έπρεπε πάντα ο ένας να είναι τα μάτια και τα αφτιά του άλλου, ενώ κατά καιρούς έπαιρναν και τρίτα άτομα μαζί τους για να τους εκπαιδεύσουν.
«Έτοιμος;» ρώτησε ο Λίαμ τον Τζόναθαν.
Εκείνος ένευσε καταφατικά και οι δυο άντρες προχώρησαν.
Έκανε μερικά βήματα κι εντόπισε τον στόχο να περιμένει στο υγρό, σκοτεινό στενό.
Επικρατούσε ησυχία και η ανησυχία του Λουκ για τυχόν απρόσκλητους επισκέπτες μειώθηκε. Πήγε προς το μέρος του νεαρού Λέο Σάντσεζ ενώ οι άλλοι δύο ήταν κολλημένοι από πίσω του σαν ξάγρυπνοι φρουροί.
«Ελπίζω να έφερες τα λεφτά αυτή τη φορά στην ώρα τους». Η βαριά φωνή του Λουκ αντήχησε παντού.
Ο Σάντσεζ γύρισε απότομα κατατρομαγμένος. Τελευταία είχε δυσκολία στο να επιστρέψει τα ποσά που είχε δανειστεί. Βέβαια, με τη φαμίλια δεν έπαιζε κανείς. Δάνειζαν λεφτά σε όποιον τα χρειαζόταν με μοναδική προϋπόθεση πως θα τα επέστρεφαν πίσω σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Ο τόκος ήταν 20% επάνω από το αρχικό ποσό, ενώ ανάλογα με την περίπτωση έφτανε και τα 40%. Όλοι ήξεραν ότι οι όροι ήταν σκληροί, αλλά σε ολόκληρη τη Νέα Υόρκη ήταν οι μοναδικοί που μπορούσαν να δανείσουν μεγάλα, χρηματικά ποσά.
«Δεν τα έχω όλα, Ice» ακούστηκε η φοβισμένη φωνή του νεαρού.
Κανείς δεν έπαιζε με τον Λουκ και αυτό ήταν κάτι που στους κύκλους τους ήταν διαδεδομένο. Ως χαρακτήρας ήταν απρόβλεπτος· κάνεις δεν καταλάβαινε τον τρόπο σκέψης του, ούτε μπορούσε να μαντέψει ποια θα ήταν η επόμενη κίνησή του.
«Κάναμε μια συμφωνία μικρέ και μόλις την αθέτησες» είπε ήρεμος.
Σήκωσε το χέρι κι έκανε νόημα στον Τζόναθαν να πάει προς το μέρος του νεαρού.
Με μια γρήγορη δρασκελιά εκείνος τον άρπαξε και ο πιτσιρικάς άρχισε να τρέμει.
«Μη μου κάνεις κακό, σε παρακαλώ. Θα στα δώσω, απλώς δεν τα έχω τώρα. Ίσως σε ένα μήνα. Προσπαθώ να τα μαζέψω, σ ’το ορκίζομαι. Μη με πειράξεις». Η απελπισία τον έκανε να παρακαλάει για την ίδια του τη ζωή.
Τόσα χρόνια όμως ο Λουκ έμαθε πως, για να είσαι πρώτος, δεν πρέπει να δείχνεις έλεος. Γνώριζε πως θα τα έπαιρνε τα λεφτά αργά ή γρήγορα, αλλά αποφάσισε να δώσει ένα γερό μάθημα στον μικρό κακομαθημένο με έναν πιο σκληρό τρόπο.
Με ένα κοφτό νεύμα έδωσε εντολή στον νεοφερμένο κι εκείνος ξεκίνησε την εκπαίδευσή του.
Έπεσε επάνω στον πιτσιρικά, έσφιξε με δύναμη τη γροθιά του και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Κατακόκκινα ρυάκια αίματος άρχισαν να κυλάνε αμέσως. Συνέχισε αφήνοντας επάνω στο πρόσωπό του μία σειρά από ανελέητες γροθιές.
«Φτάνει» φώναξε κοφτά ο Λουκ, μα ο Τζόναθαν συνεπαρμένος συνέχιζε να χτυπά με μανία τον νεαρό.
Ο Λίαμ την επόμενη στιγμή χίμηξε πάνω του και, τραβώντας τον με τη βία πάνω από τον νεαρό, τον κόλλησε στον τοίχο.
«Σου λέει φτάνει, ρε μαλακισμένο» ούρλιαξε αλλά ο νεοφερμένος βαριανασαίνοντας, κοίταζε με παρανοϊκό βλέμμα το αιμόφυρτο θύμα του, που κείτονταν ασάλευτο στο έδαφος.
Ο Λουκ αντιλήφθηκε άμεσα την παρεκτροπή. Πλησίασε τον νεαρό και, κοιτάζοντας καλύτερα, διαπίστωσε πως ήταν αναίσθητος. Γονάτισε δίπλα του και με το ακροδάχτυλό του έψαξε τη φλέβα στον λαιμό του και μετά βίας αισθάνθηκε τον ασθενή σφυγμό του. Ανασήκωσε το οργισμένο του βλέμμα και αντίκρισε τον Τζόναθαν. Η φαμίλια ήταν σαν τον στρατό· υπήρχε ιεραρχία και η ανυπακοή προς τον ανώτερο αξιωματούχο σήμαινε τιμωρία.
«Λίαμ» είπε κοφτά κι εκείνος από τον τόνο της φωνής του κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει.
Έβγαλε το όπλο του και την επόμενη στιγμή σημάδεψε τον εκπαιδευόμενο. Πριν καν εκείνος προλάβει να αντιδράσει, ο Λίαμ πάτησε τη σκανδάλη.
Ο δυνατός κρότος έσπασε τη σιγαλιά και την επόμενη στιγμή ακολούθησε μια λεπτή τσιρίδα.
Ο Λουκ σήκωσε το κεφάλι του κι ελάχιστα μέτρα μακριά του, είδε μια γυναικεία φιγούρα να στέκεται μέσα στο σκοτάδι.***
Η Καταλίνα ξύπνησε αμέσως από τον λήθαργο και, αφήνοντας τις σακούλες που κρατούσε να πέσουν κατάχαμα, έκανε μεταβολή και άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Είδε στο πλάι έναν κάδο σκουπιδιών και κρύφτηκε πίσω του. Κόλλησε το κορμί της επάνω του κι έκλεισε το στόμα της με τα ίδια της τα χέρια, όταν άκουσε κατατρομαγμένη γύρω της ποδοβολητά να πλησιάζουν. Η σκέψη ότι θα καταλήξει νεκρή, έφερε δάκρυα στα μάτια της.
Ξαφνικά, ένιωσε τη δόνηση του κινητού της μέσα από την τσάντα της, την έβγαλε από την πλάτη της και άνοιξε γρήγορα το φερμουάρ. Για καλή της τύχη όμως, η συσκευή σταμάτησε, πριν προλάβει να ακουστεί ο ήχος κλήσης και την προδώσει.
Απενεργοποίησε το κινητό και αποφάσισε να μείνει κρυμμένη μέχρι να φύγουν. Το σκοτάδι και ο μεγάλος θάμνος που ήταν ακριβώς πίσω της, τη βοηθούσαν.
«Πρέπει να τη βρούμε, γαμώ την τύχη μου» ακούστηκε ένας εξαγριωμένος άντρας.
Η Καταλίνα άρχισε να τρέμει σύγκορμη από φόβο. Δεν ήταν αδαής, ήξερε πως οι τύποι ήταν δολοφόνοι και, πως αν την έβρισκαν, θα κατέληγε νεκρή όπως εκείνοι οι δύο κακόμοιροι άντρες στο στενό. Άρχισε να κλαίει σιγανά.
«Βγες από την κρυψώνα σου. Δε θα σε πειράξω» άκουσε ξανά την ίδια φωνή, πιο ήρεμα αυτή τη φορά, να της υπόσχεται.
Εκείνη όμως έμεινε ασάλευτη κρατώντας ακόμη και την αναπνοή της.
«Θα σε βρω… όπου και να πας θα σε βρω» ακούστηκε ξανά μετά από μερικά δευτερόλεπτα και η χροιά έγινε ψυχρά απειλητική.
Τα βήματα άρχισαν να απομακρύνονται όμως η Καταλίνα παρέμενε ακόμα κάτω από εκείνον τον βρομερό κάδο περιμένοντας να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης.
Άκουσε το μουγκρητό μιας μηχανής και για μια στιγμή η ψυχή της γέμισε ελπίδα. Έπειτα ακολούθησε ο ήχος και μιας δεύτερης μηχανής και μετά από μερικά δευτερόλεπτα όλα ησύχασαν γύρω της. Περίμενε ακόμη για κάμποσα λεπτά και, όταν βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε κανείς, πετάχτηκε όρθια και άρχισε να τρέχει προς την μπροστινή πλευρά του εμπορικού, όπου είχε παρκάρει το αυτοκίνητό της νωρίτερα.
Πόσα θα είχε γλυτώσει, αν έβγαινε εξαρχής από την άλλη πόρτα του κτιρίου; σκέφτηκε και, τρέμοντας, έβγαλε τα κλειδιά του αμαξιού από την τσάντα. Μπήκε μέσα και κλείδωσε αυτόματα όλες τις πόρτες. Είχε γίνει μούσκεμα και τα δόντια της κροτάλιζαν από το κρύο.
Έβαλε εμπρός, δυνάμωσε τη θέρμανση στο φουλ και λίγα λεπτά αργότερα βρισκόταν στον δρόμο για το σπίτι της γεμάτη από χιλιάδες σκέψεις.💋💋💋💋💋
YOU ARE READING
Stay Away ΥΠΟ
AdventureΟ καθάριος μπλε ουρανός της πνίγηκε στη καταιγίδα του και η Καταλίνα βρέθηκε να παλεύει με την οργή ενός άντρα που τη σημάδεψε. Εκείνος δε ξέρει να συγχωρεί μα ξέρει να μισεί και να εκδικείται. Εκείνη από την άλλη ξέρει να συγχωρεί μα δε θέλει να...