Κεφάλαιο πρώτο

373 10 6
                                    

 Μια βουτιά στην θάλασσα έκανε τα μάτια της Τζιλ να ξεκουραστούν γιατί δεν της έμενε ποτέ χρόνος για ύπνο και ξεκούραση. Δεν κοιμότανε, ζούσε την νύχτα όσο ζούσε και την μέρα.

«Σήκω!» Η Φοίβη τράβηξε τόσο δυνατά τα μαλλιά της Τζιλ ώστε την έβγαλε απότομα από το νερό.

«Μα τι κάνεις;» Η αλήθεια είναι πως η Τζιλ ποτέ δεν συμπαθούσε την Φοίβη. Ο μόνος λόγος που κάνανε παρέα ήταν επειδή κάνανε και οι οικογένειες τους. Η Φοίβη της φερόταν άσχημα επειδή τάχα μου ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη και επειδή ήξερε το μέρος εκείνο καλύτερα όσο κανένας άλλος.

 Κάθε καλοκαίρι η Τζιλ πήγαινε σε εκείνο το μέρος, αλλά δεν της άρεσε ιδιαίτερα. Συνήθως φώναζε στην μητέρα της ότι θέλει να γυρίσει σπίτι μόνο και μόνο για να βρίσκεται με τις φίλες της. Της λείπανε κάθε λεπτό. Και της έλειπε και το αγόρι της, ο Ματ. 

 Κάποια καλοκαίρια ο Ματ την επισκεπτόταν. Δηλαδή άφηνε την δουλειά του και ερχόταν για λίγες μέρες μέχρι να περάσει αυτή η μελαγχολία που κρατούσε η Τζιλ μέσα της. Εκείνος την περνούσε δύο γεμάτα χρονιά αλλά πάντα της συμπεριφερόταν ευγενικά και ποτέ δεν είχαν τεράστια ένταση μεταξύ τους. 

«Απλά σε έβγαλα από το νερό» είπε ειρωνικά η Φοίβη και κοίταξε προς την ακτή ενώ το νερό ήταν ίσα κάτω από το στήθος της. Γύρισε ξανά από το μέρος της Τζιλ «Σου μιλούσα τόση ώρα για εκείνον από την καφετέρεια αλλά εσύ βούτηξες σαν να μην άκουσες τίποτα!»

Η Τζιλ όντως δεν είχε ακούσει λέξη από ότι της έλεγε η Φοίβη μα ήξερε πως θα ακούσει τα ίδια που ακούει κάθε φορά.

«Αφαιρέθηκα» της είπε κοφτά η Τζιλ ενώ το βλέμμα της έπεσε σε μια παρέα κοριτσιών που καθόντουσαν στα απέναντι παγκάκια. Όλες ήταν όμορφες και μαυρισμένες σαν την νύχτα. Τα τέσσερα κορίτσια φορούσαν κίτρινα σορτσάκια ενώ η μία έκανε την διαφορά και φορούσε ένα κλασσικό τζιν σορτσάκι, αυτό κάτι έλεγε στην Τζιλ πως ήταν η ποιο αγνή από εκείνη την παρέα.

Η Φοίβη έκανε μια κίνηση και ακολούθησε το βλέμμα της Τζιλ κοιτώντας στο ίδιο ακριβώς σημείο.

«Εγώ λέω να πάω έξω να στεγνώσω» είπε η Φοίβη πιραγμένη. Ποτέ δεν της άρεσαν οι παρέες κοριτσιών που τραβούσαν την προσοχή ολόκληρης της παραλίας. Έτσι η Φοιβή βγήκε εξώ αλλά είπε ψέματα ότι θα κάτσει να στεγνώσει. Απλά σήκωσε την πετσέτα της από τα χαλίκια και κατευθήνθηκε στον δρόμο μετά από την ταβέρνα όπου ήταν το σπίτι της.

Εκείνο το καλοκαίριDonde viven las historias. Descúbrelo ahora