Ξύπνησε Και Ήταν Νεκρός

279 12 1
                                    


Το 1914 σε μια επαρχία της Αγγλίας ο Νίκ Τέιλορ ήταν έτοιμος να συνεχίσει την ποίηση του που όπως ο ίδιος έλεγε θα έκανε θραύση. Έτσι, έφερε ένα κερί και το τοποθέτησε πάνω σε ένα χάρτη. Έγραφε συνεχόμενα για 3 ώρες μέχρι που τον πήρε ο ύπνος. Το χάραμα ξύπνησε και είδε το κερί λιωμένο και τοποθετημένο, σε ένα μέρος που αυτός σίγουρα δεν το είχε βάλει. Ήταν επάνω σε ένα απόμακρο δάσος 2 ώρες με τα πόδια. Ο Νίκ ενθουσιάστηκε γιατί νόμιζε οτι ήταν προφιτικό και το μέρος έκρυβε ένα θησαυρό. Έτσι, έβαλε γρήγορα το γιλέκο του και ξεκίνησε το ταξίδι προς το δάσος. Περπατούσε μέσα στο δάσος μη ξέροντας που πηγαίνει και άφηνε το ένστικτο του να τον καθοδηγήσει προς τον προορισμό του. Καθώς λοιπόν περιπλανιόταν στα βάθη του δάσους παρατήρησε σε ένα κλαδί να έχει πιαστεί ενα κόκκινο πουκάμισο. Του φάνηκε περιεργοδός γνωστό έτσι τέντωσε το χέρι του προς το κλαδί και έπιασε το πουκάμισο το οποίο στη τσέπη του ήταν χωμένο ένα γράμμα. Το γράμμα χρονολογούνταν στης 15 Οκτωβρίου του 1865. Ο γραφικός χαρακτήρας του γράμματος φαινόταν βιαστικός σαν να είχε γραφτεί απο παιδί. Προχωρώντας ακόμη πιο βαθιά στο πυκνό δάσος σκόνταψε πάνω σε κάτι παλιομοδίτικα και φαγομένα απο τον ήλιο παπούτσια. Σηκώνοντας το κεφάλι του παρατήρησε μια ταφόπλακα κάτω απο τα παπούτσια με σκαλισμένα τα αρχικά "Ντανιέλ Τέιλορ 1815-1865" Ο Νίκ ξαφνιάστηκε απο το γεγονός οτι εκεί ηταν θαμμένος ένας άνθρωπος, σε ένα τόσο απόμακρο μέρος, και όχι στο νεκροταφείο, αλλά το γεγονός οτι είχε το ίδιο επίθετο με τον νεκρό τον τρόμαξε περισσότερο. Γρήγορα όμως, συνήλθε αφού το επίθετο Τέιλορ ήταν αρκετά γνωστό στην Αγγλία. Λίγα λεπτά αργότερα άκουσε γαυγίσματα σκύλων και θέλησε να ρωτήσει το αφεντικό τους για τον τάφο. Τα γαυγίσματα καθοδήγησαν τον Νίκ στο σπίτι, τα σκυλιά ήταν απέξω δεμένα και γαύγιζαν όσο πιο δυνατά μπορουσαν. Έτσι, καθώς ο Νίκ πήγε να χτυπήσει την πόρτα αυτη άνοιξε απο μόνη της και αυτός μπήκε μέσα. Όλα τα έπιπλα ήταν παλιά, σαρακοφαγομένα με ιστούς. Κανένας δεν έμενε εκεί, ήταν εγκαταλελειμμένο, όμως τα σκυλιά φαινόταν ταισμένα. Ο Νίκ περπατούσε αργά πιο μέσα και είδε ένα ημερολόγιο και αφού το άνοιξε διάβασε την παρακάτω ιστορία "Εκείνο το βράδυ ξύπνησα λίγο μετά τα μεσάνυχτα απο μια έντονη μυρωδιά καπνού. Όλο το δωμάτιο μου είχε γεμίσει με καπνό και διάπλατες φλόγες είχαν καλύψει ολόκληρο το σπίτι. Πετάχτηκα αμέσως απο το κρεβάτι μου και έτρεξα κατευθείαν στο υπνοδωμάτιο του πατέρα μου, φώναξα το όνομα του χωρίς να πάρω καμιά απάντηση. Δεν τόλμησα να πλησιάσω περισσότερο καθώς το δωμάτιο του ήταν παραδομένο στις φλόγες. Αμέσως μετά άκουσα τα δυνατά γαυγίσματα σκύλων και μεγάλα κομμάτια σοβά άρχισαν να πέφτουν απο το ταβάνι σημάδι οτι το σπίτι άρχιζε να καταρρέει. Έτσι, έσπευσα να απομακρυνθώ όσο γινόταν πιο γρήγορα απο εκεί. Βγαίνοντας απο το σπίτι είδα κάτι σκελετούς που δεν θύμιζαν σε τίποτα με κάτι απο αυτόν τον κόσμο. Μπροστά σε αυτό το θέαμα ένιωσα ρίγος να με διαπερνά, άρχισα να τρέχω οσο πιο γρήγορα μπορούσα. Χωρίς να το καταλάβω λόγο του τρόμου που με είχε κυριεύσει είχα φτάσει ήδη στα βάθη του δάσους. Δεν είχα καταλάβει τι κάνουν εκεί οι σκύλοι αφού εμείς ποτέ δεν είχαμε, μήπως είχαν να κάνουν με την φωτιά και πως ξέσπασε; Καθώς διαλογιζόμουν αυτά σκόνταψα πάνω σε μια ταφόπλακα. Μια ταφόπλακα με σκαλισμένο το όνομα το πατέρα μου "Ντανιέλ Τέιλορ 1815-1865" "Τι; μα πως; ο πατέρας μου είχε ήδη ταφόπλακα; μα πως γίνετε;" Εκεί σταματούσε να γράφει το παιδί στο ημερολόγιο. Ο Νίκ σοκαρισμένος τα θυμήθηκε όλα, ο Νίκ ήταν αυτός, εκείνο το παιδί που είχε καταγράψει ολα αυτά στο παλιό ημερολόγιο, το τι τον είχε κάνει να το ξεχάσει η πώς γύρισε το ημερολόγιο στο παλιό σπίτι παρέμενε μυστήριο. Καθώς συλλογιζόταν όλα αυτά μία σκέψη του πέρασε από το μυαλό, το πουκάμισο και τα παπούτσια που είχε δεί μέσα στο δάσος ανήκαν στον πατέρα του, όμως δεν μπορούσε να καταλάβει τι έκαναν εκεί πέρα, μες στο δάσος, ο Νίκ ποτέ δεν κρέμασε το πουκάμισο του πατέρα του στο δέντρο, ούτε άφησε τα παπούτσια του πάνω στον τάφο του, θα πρέπει να εμπλέκονταν και κάποιος άλλος με όλο αυτό το μυστήριο που ο Νίκ δεν μπορούσε με τίποτα να θυμηθεί όσο και αν προσπαθούσε. Ο Νίκ ξέσπασε στα κλάματα, όμως γρήγορα τα σκούπισε αφού παρατηρισε μια μικρή φλόγα πάνω στον καναπέ και έτσι έφυγε τρέχοντας απο το σπίτι. Τα σκυλιά ηταν έξω, κόκκαλομένα, νεκρά, αυτά τα σκυλιά που πριν 1 ώρα γαυγιζαν σαν να μην υπήρχε αύριο.

Τρομαχτικές ΙστορίεςWhere stories live. Discover now