Βήματα στο χιόνι.

56 6 2
                                    

Χιόνιζε πολύ εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη. Είχε ξεκινήσει να χιονίζει πριν από λίγη ώρα και ήδη τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα ίσα που αχνοφαίνονταν στον χιονισμένο δρόμο.

Η Βάντα περπατούσε μες στη μέση του χιονισμένου δρόμου. Ήταν πολύ αργά και με το χιόνι που έριχνε ήξερε ότι ούτε πεζός κυκλοφορούσε στον δρόμο, ούτε αμάξι. Το βήμα της ήταν αργό, μελαγχολικό, σαν να μην άντεχε να περπατήσει άλλο και ξαφνικά γινόταν γρήγορο, επιθετικό, σχεδόν έτρεχε. Τουλάχιστον για όση ώρα της το επέτρεπαν τα δωδεκάποντα μποτάκια που φορούσε! Το κρύο και η υγρασία της περόνιαζαν τα κόκαλα και τα δερμάτινα, που φορούσε έκαναν την κατάσταση χειρότερη. Ένιωθε το κρύο να ποτίζει το δερμάτινο μπουφάν της, να μπαίνει μέσα από τον μαύρο δερμάτινο κορσέ, που φορούσε και να της τρυπάει την ψυχή. Τα πόδια της είχαν μουδιάσει τόσο από το κρύο, που σχεδόν δεν τα ένιωθε πια και το δερμάτινο παντελόνι έμοιαζε απλώς να χειροτερεύει την κατάσταση.

Βρισκόταν σε άθλια ψυχολογική κατάσταση. Όχι όμως λόγω του καιρού. Κάθε άλλο! Λάτρευε το κρύο και το χιόνι τη ξετρέλαινε. Την έκανε να νιώθει και πάλι παιδί και της δημιουργούσε ένα περίεργο συναίσθημα, που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Κάτι σαν... νοσταλγία. Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ενθουσιασμένη. Όμως εκείνο το βράδυ δεν ήταν σαν τα άλλα.

Άνοιξε πάλι το βήμα της. Ο αέρας φυσούσε δυνατά και της πάγωνε το πρόσωπο, όμως δεν την ένοιαζε. Είχε πάψει πλέον να νιώθει το κρύο. Είχε πάψει να νιώθει οτιδήποτε! Το πρόσωπό της ήταν χλωμό, τα μάτια της θολά και μουτζουρωμένα από το έντονο γκόθικ μακιγιάζ, που είχε φύγει από την θέση του, σαν να είχε βραχεί και μετά να είχε σκουπιστεί απρόσεκτα. Τα χαρακτηριστικά της ήταν τραβηγμένα, η έκφραση και το βλέμμα της παγωμένα... Όχι, εκείνο το βράδυ σίγουρα δεν ήταν σαν τα άλλα. Ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν πάλι. Έκοψε πάλι το βήμα της απότομα και μετά σταμάτησε τελείως. Τώρα έκλαιγε πλέον κανονικά. Σε λίγο τρανταζόταν από τους λυγμούς. Ήταν ευχής έργο, που ο καιρός ήταν έτσι και δεν κυκλοφορούσε κανείς στον δρόμο. Σιχαινόταν να κλαίει μπροστά σε άλλους, ειδικά ξένους, πόσο μάλλον να κάθεται και να δίνει εξηγήσεις στον κάθε τυχαίο περαστικό, γιατί κλαίει και τι της συνέβη. Όμως το χειρότερο μακράν για την Βάντα ήταν οι συμβουλές. Τυχαίες συμβουλές από τυχαίους ανθρώπους, που προέκυπταν από αυθαίρετα συμπεράσματα. Το μισούσε αυτό! Την έφερνε σε δύσκολη θέση και της έτρωγε τον χρόνο.

Έκλεισε τα μάτια εισπνέοντας τον παγωμένο αέρα. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάει σπίτι και να πέσει για ύπνο. Ήταν καταρρακωμένη και τα πόδια της ίσα που την βαστούσαν.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΚΟΣΜΟΥ:                                        ΤΟ ΝΕΚΡΟΝΟΜΙΚΟΝWo Geschichten leben. Entdecke jetzt