Τα χρόνια της νιότης .

14 3 0
                                    


Από μικρό παιδί νόμιζα πως ζούσα σε άλλο κόσμο...
Νόμιζα πως έτσι ήταν ο κόσμος σκληρός. Πως όλα όσα ζούσα στο σπίτι μου ήταν φυσιολογικά...

Από όταν χάσαμε τη μητέρα μου ο πατέρας μου δεν χάθηκε στιγμή από δίπλα μου, ίσα ίσα που μου στάθηκε και σαν μητέρα. Έκανε τις δουλειές του σπιτιού, με φρόντιζε όταν ήμουν άρρωστος. Με βοηθούσε να προχωρώ και μου έλεγε πως η οικογένειά μας θα έμενε για πάντα δεμένη και να μην δίνω σημασία στους νταήδες του σχολείου που με κορόιδευαν που δεν είχα μάνα και τις φήμες που έβγαζαν για την οικογένειά μας.
Ο πατέρας μου από μικρό παιδί βοηθούσε τον παππού μου που ήταν ξυλουργός. Έφτιαχνε υπέροχα έπιπλα που κοσμούσαν το κατάστημα και το σπίτι μας. Αφότου πέθανε ανέλαβε ο πατέρας μου και η μητέρα μου αλλα ξαφνικά εκείνη άρχισε να νιώθει αδιαθεσία και έτσι έμεινε σπίτι μέχρι να έρθει ο γιατρός και να τους πει ότι ήταν έγκυος τριών μηνών σε εμένα. Ένα αγόρι που θα έφερνε ευλογία στο σπίτι τους μετά το θάνατο του παππού που του είχαν πολυ αδυναμία όλοι στο χωριό . Οι μέρες κυλούσαν και η μητέρα μου έμενε στο σπίτι για να φροντίζει εμένα και ο πατέρας μου δούλευε εως αργά το απόγευμα.
Ένα πρωί του Απρίλη θυμάμαι σηκώθηκα από το ζεστό μου κρεβάτι και αμέσως κοίταξα τον συννεφιασμένο ουρανό απ το παράθυρο. Έβαλα αργά τα γυμνά μου πόδια μέσα στις γκρίζες μάλλινες κάλτσες μου και περπάτησα προς το σαλόνι.
Καθώς έτριβα αργά τα μάτια μου με το ένα μου χέρι έπιανα με το άλλο τους τοίχους του σπιτιού για να με οδηγήσουν προς την κουζίνα απ' την οποία σαν ομίχλη μεταφερόταν ο καπνός των τσιγάρων σε όλο το σπίτι καθώς και η μυρωδιά καμμένου καφέ και βρεγμένου χώματος.
Φτάνω επιτέλους στην κουζίνα και βλέπω τον πατέρα μου και κάποιους συγγενείς που δεν ήξερα ως τότε ότι είχα καθισμένους στο τραπέζι κλαίγοντας και με μια σιωπή να πλανάται στο χώρο. Μια σιωπή τρομακτική απόκοσμη. Που το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ανάσες τους , ο ήχος των πουλιών έξω από τον θλιβερό κόσμο του σπιτιού μου κι οι μικρές στάλες βροχής που ακουμπούσαν στο χώμα οπως έπεφταν.
"Καλημέρα σας" είπα ντροπαλά και αναζητούσα με το βλέμμα μου τη μητέρα μου.
Αμέσως όλων τα βλέμματα στράφηκαν πάνω μου και ένιωσα κρύο ιδρώτα να κυλά στο κορμί μου.
"Σήμερα δεν θα πας σχολείο μικρέ, χάσαμε τη μητέρα σου." Είπε ο πατέρας μου ενω σηκωνόταν από την ξύλινη καρέκλα του ερχόμενος σε εμένα και αρπάζοντας με στην αγκαλιά του.
Ήταν όλα τόσο περίεργα για εμένα. Ένα μικρό παιδί που ιδέα δεν είχε τι σημαίνει θάνατος. Που ιδέα δεν είχε τι σημαίνει ζωή...
Μεγαλώνοντας λοιπόν άρχισα να εξηγώ εκείνους τους εφιάλτες με τη μητερα μου να με σηκώνει αργά το βράδυ από το κρεβάτι και να μου λέει να την ακολουθήσω στο υπόγειο...
Κάθε όνειρο είχε και διαφορετικό τέλος. Άλλες φορές πεταγόμουν από τον ύπνο μου πριν καν φτάσουμε στα σκαλιά. Άλλες παλι φτάναμε και έπεφτα σε μια τρύπα όπου με κατάπινε το σκοτάδι...
Ίσως απλά ήταν παιδικές ανησυχίες επειδή ο πατέρας μου ποτέ δεν με άφηνε να κατέβω στο υπόγειο υποστηρίζοντας ότι μπορεί να χτυπούσα...
Πριν λίγους μήνες και μετά απο είκοσι χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα μου άρχισα πάλι να έχω αυτούς τους εφιάλτες. Εκείνη την χρονική περίοδο άρχισα να επισκέπτομαι ψυχολόγο και να μιλάω για την αιφνίδια ανακοπή της μητέρας μου και για εκείνα τα όνειρα που με είχαν στοιχειώσει μικρό. Η ψυχολόγος μου πρότεινε να κλείσω αυτό το κεφάλαιο της ζωής μου ώστε να προχωρήσω. Με συμβούλεψε να γυρίσω στο σπίτι εκείνο και να περάσω μια βδομάδα εκεί ώστε να παλέψω με τους δαίμονές μου...Έτσι πήρα το παλιό μου ξεθωριασμένο φορτηγάκι και άρχισα να κατευθύνομαι προς το χωριό που μεγάλωσα και έζησα τις πιο άσχημες
στιγμές της ζωής μου...

Φτάνοντας συνειδητοποίησα ότι τίποτα δεν μου θύμιζε το "τότε" ...
Οι μέρες κυλούσαν και το κλίμα με έκανε όλο και πιο πολύ να θέλω να φύγω. Τα έπιπλα και τα πράγματα των δικών μου ήταν πολυκαιρισμένα και σκονισμένα, ο καιρός ήταν μουντός και βροχερός και εγώ πιο απαισιόδοξος από ποτέ.
Έκλεισα με δύναμη της χούφτες μου και στάθηκα στα δυο μου πόδια. Σηκώθηκα και άρπαξα ένα μπουκάλι με νερό και ήπια με μανία . Ξάφνου ακούω απαλά βήματα στις ξύλινες σανίδες και νιώθω μια παγωνιά να διαπερνάει το κορμί μου.
"Αγάπη μου ακολούθησέ με"ήταν η γλυκιά φωνή της μητέρας μου και ήξερα που θα με οδηγήσει.
Πετάχτηκα και συνειδητοποίησα ότι ήμουν στο κρεβάτι. Αμέσως ήξερα τι έπρεπε να κάνω . Κατευθύνθηκα προς το υπόγειο και καθώς κατέβαινα τα σκαλιά μια άσχημη μυρωδιά μ' έκανε να μετανιώνω.Άνοιξα την πόρτα και αντίκρισα το σώμα της νεκρής μητέρας μου... Ο πατέρας μου δεν ήθελε ποτέ να την αφήσει. Εκείνη όμως ερχόταν στα όνειρα μου για να ελευθερώσει το πνεύμα της.
Ξάφνου όλα άρχισαν να βγάζουν νόημα, οι φήμες ότι ο πατέρας μου ήταν τρελός, μανία και οι φωνές για να μην πηγαίνω στο υπόγειο και η συνηθισμένη φράση "η μαμά είναι πάντα εδω" ...

Τέλος

Απόκοσμο...Where stories live. Discover now