Άγγελος με όπλο

141 11 4
                                    

Είναι Οκτώβρης, το φθινόπωρο έχει μπει για τα καλά, αλλά εμένα μου αρκεί η κοντομάνικη, μαύρη μου μπλούζα και το σκισμένο μου μαύρο μου τζιν. Τα χέρια μου ακάλυπτα να δείχνουν την αποκρουστική ουλή μου και τα τατουάζ μου. Πάντα μου άρεσε όπως έδειχναν πάνω στο ωχρό μου δέρμα, τα χρώματα φαίνονταν πιο “αληθινά”. Οι αρβύλες μου να πατάνε τα νεκρά φύλλα πάνω στο πεζοδρόμιο. Η φράντζα μου έπεφτε μέσα στα μάτια μου, δεν την ήθελα, αλλά μια μέρα όταν ξύπνησα από έναν πολύ άσχημο εφιάλτη,πήγα στο καθρέφτη του μπάνιου με ένα ψαλίδι και άρχισα να τα κόβω, ήθελα να κόψω όλα τα μαλλιά μου κοντά και να ταχθώ στον στρατό, αλλά δείλιασα όταν σκέφτηκα τον αδερφό μου, ότι θα υπήρχε μία πιθανότητα να μην τον ξαναδώ. Έδιωξα αυτές τις σκέψεις από το μυαλό μου, αυτό δεν πρόκειται να γίνει!Πλησίαζα στο καφέ που είχαμε δώσει ραντεβού και η καρδία μου σχεδόν σταμάτησε μόλις το συνειδητοποίησα. Τι θα του έλεγα ;Πώς θα αντιδρούσε ;σκέφτηκα και ένιωσα ένα κόμπο στο στομάχι μου. Αντίκρισα την τζαμαρία της καφετέριας και επιτάχυνα το βήμα μου,άπλωσα το χέρι μου και πίεσα το πόμολο της πόρτας προς τα κάτω και η πόρτα άνοιξε. Η καφετέρια ήταν σχεδόν άδεια και μπόρεσα και ξεχώρισα τον αδερφό μου. Είχε μεγαλώσει πάρα πολύ, το βλέμμα του πλέον σοβαρό και βλοσυρό, και ένιωσα σαν κάτι να μου πλάκωσε το στήθος. Έδειχνε πιο μεγάλος και από εμένα. Πλησίασα και το κοίταξα. Δεν σήκωσε το βλέμμα του και εγώ τράβηξα την καρέκλα και κάθισα αντικριστά του “Ναίτ ;” είπα και το πρόσωπό του γύρισε,αλλά δεν μπορούσα να δω τα μάτια του γιατί τα μαλλιά του έπεφταν μέσα σε αυτά “Νόρα πώς και με θυμήθηκες; εσύ δεν ήσουν αυτή που με παράτησε από την αρχή” είπε και σχηματίστηκε ένα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη του που με έκανε να ανατριχιάσω. “Ναίτ κάνεις λάθος, σε έφερα εδώ για να σου εξηγήσω, δεν έγιναν όλα όπως νομίζεις”είπα και σήκωσε το βλέμμα του και είδα μετά από τόσα χρόνια τα μάτια του, τα μάτια μας με τι ίδιο πληθωρικό γαλάζιο, ήταν γεμάτα περιέργεια και πόνο “ Ότι έκανα το έκανα για να σώσω εσένα, Ναίτ δολοφόνησε το πατέρα μας μπροστά στα μάτια μου και το μόνο που σκέφτηκα εκείνη την στιγμή ήταν να τρέξω για να τον παρασύρω μέσα στο δάσος να μην φτάσει σε εσένα ποτέ” είπα και του έδειξα την ουλή μου “ Όταν τον έχασα ήταν πολύ αργά,είχα χαθεί και εγώ μαζί του, ήμουν τραυματισμένη με το ίδιο μαχαίρι που σκότωσε τους γονείς μας” είπα και έκανα μια μικρή παύση “ Έτσι έδεσα την πληγή μου και κοιμήθηκα πάνω σε ένα δέντρο, και το επόμενο πρωί περιπλανήθηκα μέσα στο δάσος, μήπως βρω κάποιο μονοπάτι που να οδηγεί στο σπίτι και σε εσένα, αλλά μάταια στο τέλος με βρήκε μια κουβερνάντα και με οδήγησε σε ένα ίδρυμα που πέρασα τα χειρότερα χρόνια της ζωής μου και μόλις βγήκα από αυτή την φυλακή άρχισα να ψάχνω για εσένα, σπούδασα σε μια φιλοσοφική σχολή κοντά στην γειτονία μου δίπλα από το μαγαζί που δούλευα” είπα και έκανα νόημα στο σερβιτόρο να έρθει και να μου πάρει παραγγελία “ Ναίτ ; αν δεν σε πειράζει θα ήθελα να μάθω την ιστορία και από την δική σου πλευρά” είπα όσο πιο γλυκά μπορούσα. Άπλωσα το χέρι μου για να πιάσω το χέρι του και να τον ηρεμήσω, να τον καθησυχάσω και τότε είδε τα τατουάζ μου και οι κόρες τον ματιών του βάθυναν “ Γιατί να τα κάνεις αυτά ;” είπε και το χέρι του πίεζε το μπράτσο μου. Ο σερβιτόρος ήρθε την πιο ακατάλληλη στιγμή και ο Ναίτ άφησε το χέρι μου “ μία ζεστή σοκολάτα παρακαλώ” είπα και ο σερβιτόρος έφυγε “ Η ιστορία μου δεν θα ήταν ακριβώς αυτό που θα ήθελες να ξέρεις ;” άρχισε “ Όταν εσύ ήσουν στο δάσος είχε βραδιάσει αρκετά και δεν έβλεπα πολλά έτσι πήγα μέσα στο σπίτι και κοιμήθηκα στον καναπέ και το πρωί όταν ξύπνησα υπήρχε αστυνομία, δημοσιογράφοι και αστυνομικοί όλοι ήθελαν να μου πάρουν συνέντευξη και μετά με έστειλαν εσώκλειστο σε ένα σχολείο στην Αγγλία” είπε και κατάλαβα ότι δεν είχε τελειώσει “Ήταν απαίσια εκεί όλα ήταν αυστηρά και επειδή δεν ήμουν ενήλικας δεν μπορούσα να χειριστώ την περιουσία που μας άφησε ο μπαμπάς και έτσι με πήγαν σε ένα φθηνό ,βρώμικο κολέγιο όπου σπούδασα χημεία το μόνο ενδιαφέρον που είχα στην μονότονη και άθλια ζωή μου” είπε και είδα ότι κοιτούσε επίμονα την τζαμαρία και γύρισα να δω τι έβλεπε. Στην τζαμαρία ήταν ένας άντρας γύρω στα είκοσι με σκούρα ξανθά μαλλιά, καστανά μάτια και ένα κασκόλ ήταν τυλιγμένο στον λαιμό του Ήταν εντυπωσιακός σκέφτηκα και κοίταξα τον Ναίτ που χαμογελούσε “ Ποίος είναι αυτός Ναίτ ; “ τον ρώτησα και άφησα έναν αναστεναγμό να φύγει “ Είναι ο κολλητός μου ή αλλιώς ο προστάτης μου όλα αυτά τα χρόνια, ο Λούκ” είπε και σκέφτηκα ότι ήθελα να τον γνωρίσω “ Γιατί δεν του λες να έρθει μέσα τότε ;” είπα και του έκανε νόημα , αλλά δεν κατάλαβα τι ακριβώς σημαίνει, γύρισα το κεφάλι μου και όταν κοίταξα τον Ναίτ ήταν εκεί και έτεινε το χέρι του προς το μέρος μου μάλλον για μια χειραψία “ Λούκας” είπε και μου χαμογέλασε και σκέφτηκα ότι η σοκολάτα μου είχε αργήσει“ Νόρα” είπα “ Ευχαριστώ που έκανες την δουλεία μου τόσα χρόνια “ είπα σαρκαστικά και δεν έδωσα το χέρι μου για χειραψία “ Σκληρό καρύδι η αδερφή σου , Ναίτ” είπε ο Λούκ και σκούντηξε τον Ναίτ και μου άρεσε αλλά δεν το έδειξα “ Είναι και αυτός μέσα ;” είπα όσο πιο παγερά μπορούσα “Τι εννοείς μέσα;” είπε ο Ναίτ “ Αχ περίμενα πολύ καιρό για να σου το πω αυτό Ναίτ” είπα και χαμογέλασα σατανικά “ Ξέρω ποίος σκότωσε τους γονείς μας” είπα και ο Ναίτ έπεσε στην καρέκλα “Ναίτ είσαι καλά ;” είπε ο Λούκ με φανερή ανησυχία “ Τι λες τώρα” είπε αγνοώντας τον Λούκ. Σηκώθηκα από την θέση μου και τους έκανα νόημα να με ακολουθήσουν,άνοιξα την πόρτα του καταστήματος και το κρύο με χτύπησε και έτριψα τον έναν μου ώμο. Τότε ένιωσα κάτι να τυλίγεται στον λαιμό μου. Ήταν το κασκόλ του Λούκ γύρισα και κοίταξα τον Λούκ καθώς μου έκανε ένα περίτεχνο κόμπο. “ Θα μπορούσες να πεις ευχαριστώ” είπε και μου χαμογέλασε και εγώ του απάντησα ένα ξερό “ Ακολούθησε με” Ω θεέ μου μου αρέσει πάρα πολύ σκέφτηκα και άρχισα να περπατάω θα τους πήγαινα στο γκαράζ του σπιτιού μου εκεί που εκτός από την “σακαράκα” που οδηγάω έχω όλα μου τα “παιχνίδια”. Τα πόδια μου τους καθοδηγούσαν αυτόματα ώσπου είδα το σπίτι μου ήταν μία διώροφη μονοκατοικία με ένα ευρύχωρο γκαράζ. Ήταν άσπρη με μπλε κολόνες και πεζούλια. Το μπλε είναι το χρώμα που με ηρεμεί. Φτάσαμε στην σκουριασμένη, πελώρια σιδερόπορτα του γκαράζ και έβγαλα το κλειδί από την τσέπη μου για να την ξεκλειδώσω “Τι στο καλό ;” είπε ο Ναίτ, τον αγνόησα και ξεκλείδωσα την σιδερόπορτα οδηγώντας τους μέσα. Ο φωτισμός δεν ήταν καλώς αλλά δεν τους εμπόδισε να δουν τα όπλα που είχα στον μεγάλο τοίχο του γκαράζ. Επιφωνήματα και από τα δύο αγόρια ακούστηκαν και μου ξέφυγε ένα χαμόγελο “ Είναι νόμιμα ;” ρώτησε μετά από λίγη ώρα ο Ναίτ “ Ναι, έχω άδει οπλοφορίας και είχα κάνει παλιότερα μαθήματα σκοποβολής” του απάτησα και γύρισα και κοίταξα του Λούκ “ Ερωτήσεις “ ρώτησα και κανείς δεν είπε τίποτα “ Μήπως θα θέλατε να σας δείξω πως να τα χρησιμοποιήσετε ;” ρώτησα και ο Ναίτ δεν άργησε να απαντήσει “Νόρα θα το ήθελα πάρα πολύ αλλά δεν έχουμε που να μείνουμε;” είπε μάλλον περιμένοντας να του πω κανένα φθηνό μοτέλ, αλλά δεν τον ξαναχάνω από τα μάτια μου “ Θα μείνετε μαζί μου έχω έναν ξενώνα και καναπέ”είπα και χαμογέλασα, δεν είπαν τίποτα, αλλά όταν κοίταξα τον Λούκ χαμογελούσε σε αντίθεση με το βλέμμα απορίας του Ναίτ “Ωραία τώρα που τα βρήκαμε δεν πάμε πάνω να σας δείξω τον ξενώνα” .....

Συγνώμη που άργησα να ανεβάσω το β΄ μέρος τόσο πολύ !!!

Πώς σας φάνηκε?

Φωνές του παρελθόντοςOnde histórias criam vida. Descubra agora