Απόγνωση

74 7 4
                                    

Ήταν μια μέρα του Φεβρουαρίου σε μια πολιτική διαδήλωση. Εκατοντάδες νέοι ήταν ξεχυμένοι στους δρόμους. Κάπου εκεί ήμουν κι εγώ, μόνη, χαμένη στο πλήθος. Παντού χέρια σε ανάταση κρατώντας πανό και καδρόνια με τα δαχτυλίδια τους να λαμπυρίζουν στον ήλιο των αλκυονίδων ημερών. Κάμερες απαθανάτιζαν τη στιγμή από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών. Παντού πλανιόταν η οσμή μπαγιάτικου ιδρώτα. Εγώ, αν και δύσκολα, ξέφυγα από το δρόμο πάνω που είχαν αρχίσει να γίνονται επεισόδια. Ήμουν ντυμένη με ό,τι πιο παράταιρο είχα και αχτένιστη. Πήρα μια γκοφρέτα αλλά κατάπινα με δυσκολία, είχε κλείσει ο λαιμός μου και το σάλιο μου είχε στερέψει. Περπατούσα με το ζόρι και ήμουν ξυπόλητη. Είχα πετάξει τα παπούτσια μου γιατί με στενεύανε και πονούσα. Κοίταξα γύρω μου -ναι είχα χαθεί. Η μύτη μου, που δε με είχε προδώσει ποτέ ως τώρα, είχε παραδοθεί στην οσμή από καυσαέρια και αιθαλομίχλη. Εσύ ποτέ δε θα χανόσουν. Πάντα θαύμαζα το ένστικτο σου. Έτσι με όψη ζητιάνας μπήκα στο αστικό. Ήμασταν τόσο στριμωγμένοι που οι συνεπιβάτες μου κόντευαν να με φιλήσουν. Ένας βρωμόγερος κοίταζε επίμονα το στήθος μου και γλείφτηκε πρόστυχα, ενώ έτσι όπως ήμασταν κολλητά μου έβαλε χέρι χωρίς να υπάρχει χώρος να τραβηχτώ. Εσύ ποτέ δε θα το επέτρεπες ποτέ αυτό έτσι; Αηδιασμένη πάτησα το κουμπί της στάσης, έσπρωξα κόσμο και κατέβηκα -ούτε και γω ξέρω που- πέρασα σαν τρελή μες στο δρόμο και έβγαλα τα σωθικά μου στο πεζοδρόμιο. Κάποιος με είδε και μου προσέφερε το μαντήλι του. Εγώ το απέρριψα και έφυγα τρέχοντας. Δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπό μου. Πού πήγαινα; Έψαξα για καρτοτηλέφωνο, να σε πάρω αλλά έχεις αλλάξει αριθμό. Η απόγνωση μου έγλειφε τα αφτιά..

Από τα πολλά μπήκα σ΄ ένα ταξί και πριν του πω διεύθυνση, ο οδηγός μου έκλεισε ένα από τα τεράστια μάτια του ενώ πλοκάμια εξείχαν από τα μάγουλά του. Άνοιξα με τρόμο την πόρτα και έτρεξα αποδιοργανωμένη στο κοντινότερο καφέ. Η ξανθιά σερβιτόρα με είδε, μου χαμογέλασε μειλίχια ενώ σάλια έτρεχαν από τη δεξιά μεριά του στόματός της και έπεφταν στον κατάλογο που σκόπευε να μου δώσει. Έξαλλη σε ξέφρενο ρυθμό κατευθύνθηκα προς την έξοδο. Ναι κάτι δεν πήγαινε καλά. Εγώ δεν πήγαινα καλά. Έψαχνα για το παιδί μου- το παιδί μας- πόσα χρόνια είχα να το δω; Πόσα χρόνια περιπλανιόμουν στο δρόμο; Παντού γύρω μου υπήρχαν πέτρινα ομοιώματα σκυλιών και σαν τεράστια τασάκια είχαν σβησμένα πάνω τους αποτσίγαρα.

Είχε βραδιάσει και τα βράδια μεταμορφωνόμουν σε καπνός. Ήταν ωραία να πετάς άυλος. Εκεί σε πέτυχα στο δρόμο -αλήθεια μετά από πόσον καιρό; Είχαμε αλλάξει και οι δυο από τότε που έφυγες. Σου άπλωσα το χέρι μου και συ μου άπλωσες ασπίδα. Είμαι καθαρή, σου είπα, δεν πίνω πια, αλλά εσύ δε με πίστεψες. Μου έκανες τράκα δύο τσιγάρα και έφυγες ξανά όπως τότε. Τότε ήταν που εγώ έβγαλα ρίζες, μα κανείς δε βρέθηκε να με ποτίσει. Όλοι λένε πως ήμουν απλά μια αλκοολική και τρελή.

Πέρασε καιρός από τότε. Ήμουν καθισμένη στην πλατεία Συντάγματος και μάζευα ψίχουλα από κάτω. Έδινα σκληρή μάχη με τα περιστέρια για το ποιος θα επιβιώσει. Ευτυχώς που και που ερχόταν μια γιαγιά και με τάιζε κρυφά. Ένιωθε πως είχε βρει το σκοπό της ζωής της. Κι εγώ... εγώ αποτυπώνω σε ένα κομμάτι χαρτί τις εμπειρίες μου, από τον εθισμό μου, από την ψύχωσή μου, γιατί μπορούν να φανούν χρήσιμες για κάποιον που τα αντιμετωπίζει για πρώτη φορά. Για να το διαβάσεις και συ παιδί μου και να καταλάβεις γιατί δεν μπόρεσα να είμαι κοντά σου...

Καθώς περιπλανιόμουν στους άθλιους δρόμους της Αθήνας βρέθηκα αντιμέτωπη με κάτι παιδιά. Εκείνα άρχισαν να με κοροϊδεύουν και μου πέταγαν πέτρες, μα εγώ πνιγμένη από το ίδιο μου το αίμα δεν αντέδρασα και τα άφηνα να παίξουν. Έτσι έκανα και γω κάποτε. Και τώρα βιάζομαι να τελειώσω αυτό το γράμμα γιατί έγινε ανεπιθύμητη η παρουσία μου και νιώθω ότι θα έρθουν, θα με συλλάβουν και θα με ξανακλείσουν στο λευκό κελί και θα είμαι στο έλεος των θεών με τ' άσπρα και τότε θα έρθω αντιμέτωπη με την απόλυτη μοναξιά. Η μοναξιά... δεν είναι ένας πληγωμένος εγωισμός, δεν είναι ένα άδειο -ήσυχο- δωμάτιο, δεν είναι ο ιμάντας που σε κρατά καθηλωμένο. Είναι κάτι βαθύ, σκοτεινό και αχόρταγο που σε κατατρώει όπως οι τερμίτες το ξύλο, κάτι που σου ψιθυρίζει αρμονικά πως είναι εδώ για σένα και μόνο για σένα.

Παιδί μου αν εσύ διαβάσεις κάποτε αυτό το γράμμα, θέλω να ξέρεις πως μπορεί να μην ήμουν κοντά σου να σε δω να μεγαλώνεις, όμως βαθιά μέσα μου έχω φυλαγμένη την ανάμνησή σου και πως για το δικό σου καλό έφυγα και απομακρύνθηκα, μα ποτέ δεν σε έβγαλα από την καρδιά μου και ας φρόντισε ο πατέρας σου να με σβήσει από τη ζωή σου. Είναι τόσο δύσκολο να σου τα μεταφέρω όλα αυτά κατ' ιδίαν, μα θα προσπαθήσω με νύχια και με δόντια να αποτυπώσω την αλήθεια και ας είναι πικρή.

Όσο για μένα... αποφάσισα να φορέσω φύκια για μεταξωτές κορδέλες και κάλτσες από αχινούς. Ναι ντύθηκα ολόκληρη θάλασσα και φύτεψα κοράλλια στο γυμνό κεφάλι μου. Μεταμορφώθηκα σε θηλυκός Ποσειδώνας, η τρίαινα μονάχα μου έλειπε. Γλάροι πετούσαν πάνω από τα κεφάλι μου ξεστομίζοντας λόγια σκουπίδια -λόγια του πατέρα σου- που μόλυναν την ψυχή μου και σαν άμμος, παρασειρόμουν στην ξηρά αποκαλύπτοντας βράχια, στέρφα βράχια τα δόντια μου. Οι γλάροι συνέχιζαν τα κρωξίματά του και εξαπέλυαν τσούχτρες που γέμιζαν με εκζέματα το σώμα μου και εγώ ξέμεινα μόνη και αβοήθητη με την καρδιά μου γεμάτη από πίσσα. Αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος, με μαύρο βέλο και πένθος και, όπως λέει και ο Έλιοτ, όχι με ένα πάταγο... αλλά με ένα λυγμό, λυγμό αλλά και ανακούφιση.

Ζωγραφισμένη ΑπόγνωσηWhere stories live. Discover now