Χιόνι είχε καλύψει τον κόσμο• μια κατάλευκη θάλασσα απλωνόταν μέχρι τον ορίζοντα, εκεί που έφτανε το μάτι.Ο ουρανός έστεκε γκρίζος και απέραντος, ένα ενιαίο στολίδι που κάλυπτε τον ήλιο σαν λεπτή κουβέρτα. Κάτω από τον μουντό ουρανό, το χωριό στην άκρη του δάσους και το μεγαλοπρεπές κάστρο, φάνταζαν τα μόνα πράγματα που έσπαγαν τη μονοτονία του λευκού στη γη.
Λευκός, βελούδινος καπνός ξέφευγε από τις καμινάδες των χαμηλών, ξύλινων, σπιτιών, σε μια σθεναρή προσπάθεια των κατοίκων να διώξουν το κρύο και την παγωνιά. Οι άντρες είχαν χτίσει και επισκευάσει από το καλοκαίρι τις αποθήκες τους με μπάζα και κλαριά, έτσι ώστε να κρατούν στεγνά τα ξύλα για το τζάκι. Οι γυναίκες άπλωναν τα κουρέλια και τις κουβέρτες στο εσωτερικό, καθώς η υγρασία δεν άφηνε τα υφάσματα να στεγνώσουν γρήγορα. Σταλακτήτες, παγωμένες κολώνες νερού προεξείχαν από τις στέγες, σαν κοφτερά δόντια κάποιου πεινασμένου θηρίου, μα αυτοί που πεινούσαν πραγματικά ήταν οι ίδιοι οι ένοικοι. Ηταν βαρύς χειμώνας εκείνη τη χρονιά, απότομος και ανελέητος σαν βόρειος άνεμος, οι σοδειές των χωρικών είχαν σβήσει ανορθόδοξα γρήγορα μπροστά στο παγωμένο χάδι.
Ενα κοκκαλιάρικο σκυλί, βρόμικο και γεμάτο ψύλλους τριγυρνούσε στους δρόμους πότε κουνώντας την ουρά, πότε γαυγίζοντας ενθουσιασμένα σε κάποιο μοναχικό, βιαστικό περαστικό, πότε οσφραίνοντας εδώ κι εκεί, μήπως ανακαλύψει κάποια παγωμένη ακρίδα ή ποντίκι για να κατευνάσει την καυστική πείνα του. Δυό παιδιά ντυμένα με χοντρά κουρέλια, έτρεξαν από το ένα σπίτι σε ένα άλλο, ξυπόλυτα και γενναία, δίνοντας μια μικρή κίνηση στις συστάδες των σπιτιών.
Ο Βασιλέας του τόπου κοιτούσε από το παράθυρο της αίθουσας του Θρόνου. Το τελευταίο μικρό, γρήγορο θέαμα των παιδιών, παραμόρφωσε ελαφρά την έκφρασή του και έσφιξε το σαγόνι του.
Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στις χιονισμένες σκεπές του μεγάλου χωριού, ύστερα κατέβηκε και ακολούθησε τα μικρά, στενά δρομάκια ανάμεσα στα ξύλινα σπίτια.
Ανέπνεε ήρεμος στο ζεστό του μανδύα. Το τζάκι πίσω του-που ζεσταινε όλη την αίθουσα- έτριξε απαλά, φαίνεται κάποια κάμπια που είχε κατοικήσει και κοιμηθεί στο ξύλο του ελάτου, είχε μόλις παραδωθεί στις φλόγες.
Το ασημένιο Βασιλικό στέμμα που πλαισίωνε τη σκούρα χαίτη του, είχε ζεσταθεί απ'τη θερμότητα του μεγαλοπρεπούς πέτρινου τζακιού. Το σώμα του ένιωθε τη ζέστη της φλόγας, μα μόνο μέχρι τη σάρκα μπορούσε η φωτιά να φτάσει.
ВЫ ЧИТАЕТЕ
Ο Άρχοντας των Λύκων
ФэнтезиΧιλιετίες πριν, όταν η ανθρωπότητα βρισκόταν ακόμα στις αρχές ανάπτυξής της,σε ένα βορεινό, χιονισμένο βασίλειο, ζούσε ένας Βασιλιάς με παγωμένη καρδιά, που αγαπούσε τη δόξα, τα πλούτη και τον εαυτό του. Βασιλευε μόνος, δεν επιθυμούσε κάποιον διάδοχ...